-
1 Σιδόνες
Σῑδόνες, Σιδόνεςmen of Sidon: masc nom /voc pl -
2 Σιδόνας
Σῑδόνας, Σιδόνεςmen of Sidon: masc acc pl -
3 Σιδών
Σῑδών, ῶνος, ἡ, Sidon, Od.15.425, Hdt.2.116, etc.: hence Adj. [full] Σῑδόνιος, α, ον, Il.6.290, A.Supp. 122; later [full] Σιδώνιος, Phryn.Trag.9 (lyr.), Hdt.7.44, S.Fr. 909, Sopat.16, etc.; fem. [full] Σιδωνιάς, άδος, E. Hel. 1451 (lyr.):—[full] Σῐδόνες, οἱ,A men of Sidon, Il.23.743; also [full] Σιδόνιοι, Od.4.84, 618; Σιδονίη (sc. γῆ) 13.285. [[pron. full] ῐ in Il.23.743, prob. in Sopat. 16, elsewh. [pron. full] ῑ.] -
4 ἀσκέω
A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743;ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198
; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439;ἅρμα.. χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438
; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592;γόμφοις ἀ. Emp.87
: added in [tense] aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας
elaborately,Il.
14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437
; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179
.2 of personal adornment, dress out, trick out,ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1
; decks herself,E.
El. 1073; :—freq. in [voice] Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with.., Emp.61.4;πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers. 182
;οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El. 452
; of buildings,παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169
;Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57
: abs.,οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130
; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—[voice] Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc. 161.3 in Pi., honour a divinity, do him reverence,δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109
;ἀσκεῖται Θέμις O.8.22
.II practise, exercise, train, esp. in Prose and Com., properly of athletic exercise,1 c. acc. of person or thing,ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47
;ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20
, cf. Mem.1.2.19; :—[voice] Pass.,σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41
; ;ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4
;τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27
;λόγοις D.C.45.2
;ἐν παιδείᾳ Id.60.2
;πρός τι D.S.2.54
.2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33;λόγους Democr.53a
, 110;μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg. 509e
; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg. 795b, Thg. 128e;ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol. 1271b5
: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; ; , Pl. R. 407a; (lyr.), cf. S.Tr. 384; ;τὰ δίκαια Crates Theb.12
; (anap.): c. dupl. acc.,ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10
.3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El. 1024;λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr. 963
;εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr. 1067
; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating.., Id.Ages.11.4.4 abs., practise, go into training, Pl.R. 389c, X.Cyr.2.1.29; those who practise gymnastics,Hp.
Acut. 9;περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9
. -
5 Σιδών
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Σιδών
См. также в других словарях:
Σιδόνες — Σῑδόνες , Σιδόνες men of Sidon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιδόνες — οἱ, Α [Σιδών, ῶνος] οι κάτοικοι τής Σιδώνας … Dictionary of Greek
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
Σιδόνας — Σῑδόνας , Σιδόνες men of Sidon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)