Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Σφαῖρος

См. также в других словарях:

  • Σφαῖρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… …   Dictionary of Greek

  • Σφαῖρον — Σφαῖρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖρον — σφαῖρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφαίρου — Σφαῖρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρου — σφαῖρος masc gen sg σφαιρόω make into a globule pres imperat act 2nd sg σφαιρόω make into a globule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφαίρῳ — Σφαῖρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόσφαιρα — τα ακτινόζωα με σφαιρικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. ά σφαιρος, μεσό σφαιρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»