-
21 σφαῖρον
-
22 σφαίρω
-
23 σφαίρῳ
-
24 σφαίρωι
σφαίρῳ, σφαῖροςmasc dat sg -
25 γαίω
Aγαίεσκον Hsch.
:—rejoice, exult, Hom. only in Il., in phrase,κύδεϊ γαίων Il.1.405
, 5.906, 8.51; [Σφαῖρος] μονίῃ γαίων Emp. 27.4
. ( γάϝ-yω, v. γάνυμαι.) -
26 κακόσφαιρος
κᾰκό-σφαιρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόσφαιρος
-
27 κυκλοτερής
A made round by turning (): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124;ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209
; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th. 145, Sc. 208;σφαῖρος Emp.27.4
;φῶς Id.45
; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184
;πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194
; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; ;κώθων Henioch. 1
;οἰκοδόμημα X.HG4.5.6
;κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael. 294a8
;γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete. 362b13
;πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7
. Adv. -ρῶς Placit.1.12.3
, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [[pron. full] ῡ always, by position.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλοτερής
-
28 μεσόσφαιρος
μεσό-σφαιρος, ον,A of middle globular size, Peripl. M.Rubr.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόσφαιρος
-
29 σφῆρος
-
30 ἐννεάσφαιρος
ἐννεᾰ-σφαιρος, ον,A having nine spheres, Phlp. in Mete.110.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάσφαιρος
-
31 ὀκτάσφαιρος
ὀκτά-σφαιρος, ἡ,A system of eight spheres, Phlp. in Ph.599.10, al.: as neut., Simp. in Cael.435.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάσφαιρος
-
32 ἁδρόσφαιρος
-
33 εὔσφαιρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σφαῖρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… … Dictionary of Greek
Σφαῖρον — Σφαῖρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖρον — σφαῖρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρου — Σφαῖρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρου — σφαῖρος masc gen sg σφαιρόω make into a globule pres imperat act 2nd sg σφαιρόω make into a globule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρῳ — Σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] … Dictionary of Greek
θαλασσόσφαιρα — τα ακτινόζωα με σφαιρικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. ά σφαιρος, μεσό σφαιρος] … Dictionary of Greek