-
1 Πυθική
-
2 Πυθικῇ
-
3 Πυθική
Πῡθική, Πυθικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 ἐσχάρα
ἐσχάρ-α, [dialect] Ion. [suff] ἐσχαρ-άρη [pron. full] [ᾰ], ἡ, [dialect] Ep. gen. and dat. ἐσχαρόφιν ( ἀπ' ἐσχ- Od.7.169,Aἐπ' ἐσχ- 5.59
, 19.389):—hearth, fire-place, like ἑστία, Hom. (esp. in Od.),ἡ μὲν ἐπ' ἐσχάρῃ ἧστο Od.6.52
; ἧσται ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ ib. 305 ; of suppliants, .3 Τρώων πυρὸς ἐσχάραι watch-fires of the camp, Il.10.418.II sacrificial hearth (hollowed out in the ground and so dist. from βωμός, structural altar, St.Byz. s.v. βωμοί, Phot.; used esp. in heroworship, Neanth.7J.), Od.14.420, S.Ant. 1016 : but freq. used generally, altar of burnt-offering,πρὸς ἐσχάραν Φοίβου A.Pers. 205
;ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός Id.Eu. 108
; ἡμένας ἐπ' ἐσχάραις ib. 806 ; ; at Eleusis, D.59.116, cf. Lycurg.Fr.37 ;Ἡρακλειδῶν ἐ. IG2.1658
(iv B.C.) ; so βώμιοι ἐσχάραι structured altars, E.Ph. 274 ; sometimes movable, X.Cyr.8.3.12, Callix.2, PCair.Zen.13 (iii B.C.).IV platform, stand, basis, Ph.Bel.92.13, Ath.Mech.32.10, Vitr.10.11.9.V Medic., scab, eschar on a wound caused by burning or otherwise,τὰς ἐκπτώσιας τῶν ἐ. Hp.Art.11
, cf. Pl.Com.184.4, Arist.Pr. 863a12, Dsc.1.56, Gal.10.315, etc.VI in pl., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Ar.Eq. 1286.
См. также в других словарях:
Πυθικῇ — Πῡθικῇ , Πυθικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθική — Πῡθική , Πυθικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
οφιηβοσίη — ὀφιηβοσίη, ἡ (Α) (για την πυθική δάφνη και το σέλινο τών Νεμείων) τροφή όφεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + βόσκω] … Dictionary of Greek
πυθόληπτος — ον, Α αυτός που έχει καταληφθεί από πυθική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] … Dictionary of Greek