Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Πυθική

См. также в других словарях:

  • Πυθικῇ — Πῡθικῇ , Πυθικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθική — Πῡθική , Πυθικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • οφιηβοσίη — ὀφιηβοσίη, ἡ (Α) (για την πυθική δάφνη και το σέλινο τών Νεμείων) τροφή όφεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις + βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • πυθόληπτος — ον, Α αυτός που έχει καταληφθεί από πυθική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»