-
1 Πέρσης
Πέρσ-ης, ου, ὁ, heterocl. acc. Πέρσεα v. l. in Hdt.8.108, 109; voc. Πέρσᾰ (but Πέρση when it is the pr. n. of a person, Hdn.Gr.2.690):— Persian, Hdt.1.4, etc. (The Greeks derived the name of the people from Perseus, Id.7.61.)b Πέρσαι, οἱ, the city of Persepolis, Beros. 16 (leg. < καὶ> π.), Arr.An.3.18.10; cf. Περσέπολις.III the name of a throw on the dice, Hsch. -
2 Περσίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσίζω
-
3 Περσιστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσιστί
-
4 Περσίς
II as Subst.,1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V. 1137. -
5 Περσολέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσολέτης
-
6 Πέρσαι
Grammatical information: pl. (sg. rare)Meaning: name of an Iranian people (The name Πέρσης of the brother of Hesiodos may have been reshaped after this.)Derivatives: Περσικός in ἡ Περσική `Persia', - αι a kind of women's slippers (Ar.), περσική `peach' (a loan from Christian imes) with περσικών `orchard of peaches'; περσικὰ καρύα `the Persian (wal)nut', περσικός ὄρνις (Ar.) because the chicken was introduced in the time of the Median wars (but s. Taillardat, Images d' Aristophane $ 30. Περσίς (Aesch., Hdt.) `a Persian soman'; Περσίζω `speak Persian' (X.), adv. περσιστί (Hdt., X.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] OPEtymology: From OP Pārsa. One assumed Πηρσ- \> Περσ- (Meillet-Benvenist, Gr. du vieux perse 28, 49. But Lejeune Phon. $ 223 add. would prefer Πᾱρσ- \> Πᾰρσ- \> Περσ-, as shortening of a long vowel before sonant seems older then ᾱ \> η. Perh. the word was influenced by Περσεύς, from whom the Greeks derived the name Persian.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Πέρσαι
-
7 Περσεύς
Grammatical information: m.Meaning: son of Zeus and Danaë (Il.).Derivatives: Adj. Περσ-εῖος, ep. -ήϊος (E. in lyr., Theoc.) and the patron. - είδης, -ηϊάδης (Il., Hdt., Th.), f. -ηϊς = Alcmene (E. in lyr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Origin unknown. By the ancients (EM a.o.) connected with πέρθω; by Ramat VII Congr. Intern. di Sc. Onomastiche (1961) III 261ff., as arbitrary, with the IE verb for `slay' in OCS perǫ etc. (WP. 2, 42, Pok. 818 f.). Other Hypothesis by Bosshardt 135 f., where also further details.Page in Frisk: 2,517Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Περσεύς
См. также в других словарях:
Αριοβαρζάνης — (περσ. Αριγιαβαρζάνα). Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σατράπης της Περσίδας (4ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αρτάβαζου, σατράπη της ελλησποντιακής Φρυγίας. Προσπάθησε vα ανακόψει την προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τα Σούσα προς την Περσέπολη,… … Dictionary of Greek
Ιαξάρτης — (περσ. Sihun, διεθν. Syr Darya). Αρχαία ονομασία του ποταμού Σιρ Ντάρια (2.704 χλμ.) της κεντρικής Ασίας. Σχηματίζεται από τον κόμβο των ποταμών Ναρίν (Naryn) και Κάρα Ντάρια (Kara Darya) στην κοιλάδα Φεργκάνα, στο Ουζμπεκιστάν και εκβάλλει στη… … Dictionary of Greek
Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
-ιδα — και ίδα κατάληξη θηλυκών ονομάτων τής Νέας Ελληνικής, που προήλθε από την αιτιατική –ιδα ( ίδα) τών τριτόκλιτων ονομάτων σε ις, ιδος ( ίς, ίδος) τής αρχαίας, τής μεσαιωνικής ή τής καθαρεύουσας, είτε προσηγορικών [πρβλ. καρυάτ ις, ιδος, ιδα >… … Dictionary of Greek
αρσενικόν — ἀρσενικόν και ἀρρενικόν, το και ἀρρενική, η (Α) η κίτρινη σανδαράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. *zarnīq «χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού» (πρβλ. νεώτ. περσ. αραβ. zarnīx, zarnīq «αρσενικό»).… … Dictionary of Greek
θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… … Dictionary of Greek
ιάσμη — ἡ (Α ἰάσμη) 1. το φυτό ίασμος, γιασεμί 2. το ιασμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως (πρβλ. μσν. περσ. yāsman, νέο περσ. yāsaman, yāsam, yāsamin)] … Dictionary of Greek
μαρτιχόρας — και μαρτιοχώρας και μαντιχώρας, ὁ (Α) μυθικό τετράποδο ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε κεφάλι ζώου και σώμα ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική, πρβλ. αρχ. περσ. martiya «άνθρωπος», αβεστ. xvar «καταβροχθίζω», περσ. mardom xār… … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek