Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πέρσεα

См. также в других словарях:

  • περσέα — περσέᾱ , περσέα persea fem nom/voc/acc dual περσέᾱ , περσέα persea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσέα — Περσέᾱ , Πέρσευς masc acc sg Περσέᾱ , Περσεύς a fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσέα — Bλ. λ. αβοκάτο. * * * η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως τής Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσεα — Πέρσης a throw on the dice masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσεα — πέρσις sacking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσέας — περσέᾱς , περσέα persea fem acc pl περσέᾱς , περσέα persea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσέαι — περσέᾱͅ , περσέα persea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσέαν — περσέᾱν , περσέα persea fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσέας — Περσέᾱς , Πέρσευς masc acc pl Περσέᾱς , Περσεύς a fish masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσεῶν — περσέα persea fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσέαις — περσέα persea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»