Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Λακεδαιμονίοισι

См. также в других словарях:

  • Λακεδαιμονίοισι — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεπής — εὐεπής, ές (ΑΜ) ο ευφράδης, ο εύγλωττος αρχ. 1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.) 2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ») 3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι»,… …   Dictionary of Greek

  • μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»