-
1 Κώοι
-
2 κώοι
-
3 κῶοι
-
4 Κῶοι
Βλ. λ. Κώοι -
5 Κῷοι
Βλ. λ. Κώοι -
6 κῶς
-
7 Κώιοι
-
8 Κῶιοι
-
9 κῶος
-
10 πελείους
πελείους· Κῶοι καὶ οἱ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρες βύτιδας, Hsch. ; written πελίους and πελίας, and used as etym. of2 πέλειος, = lividus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελείους
-
11 ἀλέξιον
ἀλέξιον, τό,A = ἀλεξητήριον, Nic.Th. 702 (v.l. ἀλέξιμον, cf. Phot.), 805, Al.4. [full] ἀλεξίπονος, ον, warding off pain, S.(?)Eleg.7, Carm.Pop.47.10;σοφία Maced.Pae. 10
. [full] ἄλεξις, εως, ἡ, help, EM59.23.IIΚῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid.1.34J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξιον
-
12 ἰηθενέουσα
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: - Unexplained. Fick BB 8, 330; 16, 289; 28, 90 assumes a first element ἰη-, which he connects with Skt. īṣát `little, light'. Fraenkel KZ 77, 188 proposes to change ἰη-, ἰα- in the privative-particles νη-, νᾱ-. Diff. Prellwitz Glotta 19, 125. Cf. εὐθενέω `be strong'.Page in Frisk: 1,714Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰηθενέουσα
-
13 κῶος
Grammatical information: m., usu. pl. κῶοιMeaning: `cavern, prison' (Str., St. Byz.).Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 2,63Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῶος
-
14 πέλεια
Grammatical information: f.Meaning: `wild pigeon', (Il.).Compounds: As 1. member in πελειο-θρέμμων `feeding pigeons' (A.); also metaph. as name of the priestesses of the sanctuary of Dodona (Hdt., S., Paus.).Derivatives: πελείους Κῶοι καὶ οἱ Ήπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας H.Etymology: As so many animal-names (Chantraine Form. 98, Schwyzer 474) formation with ια-suffix; from that with the in animal-names also frequent αδ-suffix (Chantraine 354 a. 356, Schw. 508, Sommer Münch. Stud. 4,6f.) πελειάς. The masc. πελείους is sec. innovation. -- Clearly like e.g. Lat. palumbēs named after the colour and cognate with πελιός, πολιός, πελιτνός, but in detail not quite clear. Accent as in λίγεια, ἐλάχεια (s. vv.) a.o., so from an υ-stem *πελύς `gray' ? -- Because of their gray-white haircolour the priestesses in Dodona (like the old ones in Cos and Epeiros) were called "the doves"; so the prop. meaning not with Bq, WP. 2, 53, W.-Hofmann s. palleō "the Gray-headed Old Ones". -- Cf. περιστερά.Page in Frisk: 2,496Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέλεια
См. также в других словарях:
Κῶοι — Κῶος caves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῶοι — κῶος caves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῷοι — Κῷος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῶιοι — Κῷοι , Κῷος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek
άλεξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μάντη Αμφιάραου. Απόγονοί της ήταν οι δαίμονες του Άργους Ελάσιοι, που θεράπευαν την επιληψία. * * * ἄλεξις, η (Α) [ἀλέξω] 1. επικουρία, βοήθεια 2. ως επίθετο τού Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ … Dictionary of Greek
κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος … Dictionary of Greek
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… … Dictionary of Greek
τέγε(α) — Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρυζα, Κῷοι» … Dictionary of Greek