-
1 Αλεξις
-
2 Ἄλεξις
-
3 άλεξις
-
4 ἄλεξις
-
5 ἄλεξις
-
6 Αλεξις
-
7 ἄλεξις
ἄλεξις, Schutz, Hilfe -
8 αλέξει
ἄλεξιςwarding off pain: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀλέξεϊ, ἄλεξιςwarding off pain: fem dat sg (epic)ἄλεξιςwarding off pain: fem dat sg (attic ionic)ἀλέξωraáks̥ati: aor subj act 3rd sg (epic)ἀλέξωraáks̥ati: fut ind mid 2nd sgἀλέξωraáks̥ati: fut ind act 3rd sgἀλέξωraáks̥ati: pres ind mp 2nd sgἀλέξωraáks̥ati: pres ind act 3rd sg -
9 ἀλέξει
ἄλεξιςwarding off pain: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀλέξεϊ, ἄλεξιςwarding off pain: fem dat sg (epic)ἄλεξιςwarding off pain: fem dat sg (attic ionic)ἀλέξωraáks̥ati: aor subj act 3rd sg (epic)ἀλέξωraáks̥ati: fut ind mid 2nd sgἀλέξωraáks̥ati: fut ind act 3rd sgἀλέξωraáks̥ati: pres ind mp 2nd sgἀλέξωraáks̥ati: pres ind act 3rd sg -
10 Αλεξι
-
11 Ἄλεξι
-
12 Αλεξιν
-
13 Ἄλεξιν
-
14 Αλέξιδι
-
15 Ἀλέξιδι
-
16 Αλέξιδος
-
17 Ἀλέξιδος
-
18 άλεξι
-
19 ἄλεξι
-
20 άλεξιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄλεξις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλεξις — warding off pain fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μάντη Αμφιάραου. Απόγονοί της ήταν οι δαίμονες του Άργους Ελάσιοι, που θεράπευαν την επιληψία. * * * ἄλεξις, η (Α) [ἀλέξω] 1. επικουρία, βοήθεια 2. ως επίθετο τού Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ … Dictionary of Greek
Κίβι, Αλέξις — (Aleksis Kivi, Νουρμιγιάρβι 1834 – Τουουσούλα 1872). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Φιλανδού συγγραφέα Αλέξις Στένβαλ(Stenvall). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, όμως κατόρθωσε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Έγραψε πολλά λογοτεχνικά κείμενα … Dictionary of Greek
Αλέξιος ή Άλεξις — Όνομα σημαινόντων Βυζαντινών προσωπικοτήτων. 1. Στρατηγός, γνωστός και ως Α. ο Μουσελέμ (8ος αι.). Η Ειρήνη η Αθηναία τον έστειλε εναντίον του αρμενικού σώματος που είχε στασιάσει εναντίον της, επειδή είχε απαιτήσει από τον στρατό να την… … Dictionary of Greek
Καρέλ, Αλεξίς — (Alexis Carrel, Σεν Φουά λε Λιόν, Ροδανός 1873 – Παρίσι 1944). Γάλλος χειρουργός και φυσιολόγος. Σπούδασε ιατρική και φυσικές επιστήμες και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού (1896 1902) σε νοσοκομεία της Λιόν. Το 1906 συμμετείχε στο Rockefeller… … Dictionary of Greek
Κλερό, Αλεξίς Κλοντ — (Alexis Claude Clairaut, Παρίσι 1713 – 1765). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Η ιδιοφυΐα του έγινε γνωστή από την ηλικία των 13 ετών, όταν έκανε ανακοίνωση στη Γαλλική Ακαδημία, στην οποία πραγματευόταν ορισμένες καμπύλες δικής του επινόησης.… … Dictionary of Greek
Μαγέ, Αλέξις — (Alexis Maillet ή Maille, Γαλλία 1794 – Ναυαρίνο 1833). Γάλλος φιλέλληνας. Πριν έρθει στην Ελλάδα, το 1825, ήταν αξιωματικός του γαλλικού στρατού. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τον Φαβιέρο για την εκγύμναση των αγωνιστών που κατατάχτηκαν στον… … Dictionary of Greek
Πετί, Αλεξίς-Τερέζ — (Petit, 1791 – 1820). Γάλλος φυσικός. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτορας και δίδαξε στην ίδια Σχολή μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του. Ο Π. συνεργάστηκε σε πολλά θέματα με τον Ντιλόν, από κοινού δε… … Dictionary of Greek
Σαμπριέ, Αλεξίς Εμμανουέλ — (Chabrier). Γάλλος πιανίστας και συνθέτης (Αμπέρ, Ωβέρν 1841 – Παρίσι 1894). Σε ηλικία 15 ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου, σπούδαζε νομικά, υπηρετούσε συγχρόνως ως υπάλληλος σε υπουργείο. Αργότερα σχετίστηκε με κύκλους πρωτοποριακών ποιητών… … Dictionary of Greek
Τοκεβίλ, Σαρλ - Αλεξίς - Aνρί - Μορίς Κλερέλ ντε- — (Tocqueville, Βερνέιγ, Σεν ε Ουάζ 1805 – Κάννες 1859). Γάλλος ιστορικός. Έγινε δικαστής, βουλευτής, υπουργός (το 1849). Μαζί με τον Γκιζό, ήταν στη γαλλική ιστοριογραφία του 19ου αι. ο κύριος εκπρόσωπος του λεγόμενου φιλοσοφικού ρεύματος, δηλαδή… … Dictionary of Greek