-
1 πελιούς
πελιόςdiscoloured by extravasated blood: masc acc pl -
2 πελίους
πέλιοςmasc /fem acc plπελιόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 πελείους
πελείους· Κῶοι καὶ οἱ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρες βύτιδας, Hsch. ; written πελίους and πελίας, and used as etym. of2 πέλειος, = lividus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελείους
-
4 πελιός
A discoloured by extravasated blood, black and blue, livid, interpol. in Hp. Prog.2, D.47.59, Nic. Th. 279 ;π. νοῦσος Hp.Morb. 2.68
: generally, dark, dull,χρῶμα Thphr. HP 3.17.5
.IIπελιὸς ὁ πολιός Hdn.
Gr.1.123.
См. также в других словарях:
πελιούς — πελιός discoloured by extravasated blood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελίους — πέλιος masc/fem acc pl πελιόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek