-
1 αλεξίπονος
-
2 ἀλεξίπονος
-
3 ἀλεξίπονος
-
4 αλεξίπονον
ἀλεξίπονοςwarding off pain: masc /fem acc sgἀλεξίπονοςwarding off pain: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀλεξίπονον
ἀλεξίπονοςwarding off pain: masc /fem acc sgἀλεξίπονοςwarding off pain: neut nom /voc /acc sg -
6 αλεξιπόνοιο
-
7 ἀλεξιπόνοιο
-
8 αλεξιπόνου
-
9 ἀλεξιπόνου
-
10 ἀλέξιον
ἀλέξιον, τό,A = ἀλεξητήριον, Nic.Th. 702 (v.l. ἀλέξιμον, cf. Phot.), 805, Al.4. [full] ἀλεξίπονος, ον, warding off pain, S.(?)Eleg.7, Carm.Pop.47.10;σοφία Maced.Pae. 10
. [full] ἄλεξις, εως, ἡ, help, EM59.23.IIΚῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid.1.34J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξιον
См. также в других словарях:
αλεξίπονος — ἀλεξίπονος, ον (Α) αυτός που απομακρύνει, που διώχνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + πόνος] … Dictionary of Greek
ἀλεξίπονος — warding off pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξίπονον — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem acc sg ἀλεξίπονος warding off pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιπόνοιο — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξιπόνου — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek