Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλεξίπονος

См. также в других словарях:

  • αλεξίπονος — ἀλεξίπονος, ον (Α) αυτός που απομακρύνει, που διώχνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + πόνος] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξίπονος — warding off pain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξίπονον — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem acc sg ἀλεξίπονος warding off pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιπόνοιο — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιπόνου — ἀλεξίπονος warding off pain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»