Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κομπ-έω

См. также в других словарях:

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πομπιάζω — Ν 1. διαπομπεύω, εξευτελίζω, ρεζιλεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πομπιασμένος, η, ο α) ο άξιος πομπεύματος β) κακοήθης και αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή «όνειδος, ντροπή» + κατάλ. ιάζω* (πρβλ. κομπ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Ρόουλαντσον, Τόμας — (Rowlandson, Λονδίνο 1756 – 1827). Άγγλος σχεδιαστής και γελοιογράφος. Σπούδασε στην αγγλική Βασιλική Ακαδημία και στο Παρίσι (1772 74). Mέχρι το 1789 εξέθετε προσωπογραφίες και τοπία· ύστερα επιδόθηκε αποκλειστικά στη γελοιογραφία. Οξύς κριτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»