-
1 κομπ-
см. κουμπ\ -
2 κομπ-ηγόρος
κομπ-ηγόρος, ὁ, Großsprecher, Hesych. v. ἀερολέσχης.
-
3 κομπ-ώδης
κομπ-ώδης, ες, großprahlerisch; κομπωδεστέραν ἔχων τὴν προςπ οίησιν Thuc. 2, 62; τὸ κομπῶδες 5, 68; καὶ σοβαρόν Plut. Sull. 16; κραυγαὶ κομπώδεις Them. 8.
-
4 Κομπασεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κομπασεύς
-
5 κομπασία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπασία
-
6 κόμπασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόμπασμα
-
7 κομπασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπασμός
-
8 κομπαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπαστής
-
9 κομπαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπαστικός
-
10 κομπέω
2 c. acc., κ. χύτραν ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78.II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4;κ. ἄλλως Hdt.5.41
;ὡς σὺ κομπεῖς E.Or. 571
: c. acc. cogn., κ. μῦθον speak a boastful speech, S.Aj. 770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230.2 c. acc., boast of,κ. γάμους A.Pr. 947
:—[voice] Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S.3 c. acc. et inf., boast that.., E.El. 815; κ. ὅπως .. boast how.., S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose. -
11 κομπηγόρος
Κομπ-ηγόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπηγόρος
-
12 κομπηρός
A resounding, λέξεις (in the Dithyramb) Anon.in Rh.177.3, cf. Sch.E.Ph. 600. Adv. -ρῶς Anon.in Rh.161.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπηρός
-
13 κομποθήλυκα
Κομπ-θήλυκα, τά,A v.l. for πόρπακας (the ends of a seton) in Hippiatr.2; cf. foreg. and κόμβος, κομβίον, κομβοθηλεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομποθήλυκα
-
14 κομπόω
-
15 κομπώδης
κομπ-ώδης, ες,A boastful, vainglorious,κομπωδεστέρα προσποίησις Th.2.62
;τὸ ἀνθρώπειον κ. Id.5.68
;τὸ κ. καὶ σοβαρόν Plu.Sull.16
. Adv. - δῶς Sch.Th.8.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπώδης
-
16 κομπηγόρος
κομπ-ηγόρος, ὁ, Großsprecher -
17 κομπώδης
κομπ-ώδης, ες, großprahlerisch -
18 κομμόομαι
κομμόομαι, - όωGrammatical information: v.Derivatives: κόμμωμα `ornament' (Luc.), - ωσις `ornamentation' (Ath., H.); backformation κομμός περίεργος κόσμησις (Suid.); - ωτής `dresser' (Arr., Luc., Plu.) with κομμωτίζω ἐπιμελοῦμαι (Suid.), - ώτρια f. `servant-girl' (Ar., Plat.), - ώτριον `cleaning thing' (Ar.), - ωτικός `belonging to cleaning, polishing', - ωτική ( τέχνη) `art of cleaning' (Pl., hell.); κομμώ ἡ κοσμοῦσα τὸ ἕδος τῆς Άθηνᾶς ἱέρεια (AB).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As typical culture word κομμόω is suspected to be a fashionable innovation or loan. The similarity with κόσμος resp. κομψός led to attempts, to connect them: *κομμος dialectal for κόσμος (L. Meyer 2, 342); from *κομπ-μ-ος beside κομπ-σ-ος (= κομψός) as IE. variants (?; Brugmann IF 28, 359 A. 2); both not very convincing. Better was the idea of Solmsen, RhMus. 56, 501f., to find an innovation, from κομμώ, which would have hypocoristic gemination in *κομώ (: κομεῖν).Page in Frisk: 1,909Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κομμόομαι
-
19 περι-κομπέω
περι-κομπέω, rings umtönen; Thuc. 6, 17 ist περικομποῠνται v. l. für das simpl. ὅσοι περ κομπ.
-
20 κομπωδες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… … Dictionary of Greek
αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… … Dictionary of Greek
πομπιάζω — Ν 1. διαπομπεύω, εξευτελίζω, ρεζιλεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πομπιασμένος, η, ο α) ο άξιος πομπεύματος β) κακοήθης και αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή «όνειδος, ντροπή» + κατάλ. ιάζω* (πρβλ. κομπ ιάζω)] … Dictionary of Greek
Ρόουλαντσον, Τόμας — (Rowlandson, Λονδίνο 1756 – 1827). Άγγλος σχεδιαστής και γελοιογράφος. Σπούδασε στην αγγλική Βασιλική Ακαδημία και στο Παρίσι (1772 74). Mέχρι το 1789 εξέθετε προσωπογραφίες και τοπία· ύστερα επιδόθηκε αποκλειστικά στη γελοιογραφία. Οξύς κριτικός … Dictionary of Greek