Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κεράμῳ

См. также в других словарях:

  • κεραμῶ — κεραμόω roof with tiles pres subj act 1st sg κεραμόω roof with tiles pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμω — Κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual Κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμω — κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμῳ — Κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμῳ — κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμωι — Κεράμῳ , Κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμωι — κεράμῳ , κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κατομβρούμαι — κατομβροῡμαι, έομαι (Α) 1. υγραίνομαι από το νερό τής βροχής, βρέχομαι («κεράμῳ δ οὐ χρῶνται οὐδὲ γὰρ κατομβροῡνται», Στράβ.) 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβροῦμαι «βρέχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κεραμώνω — (ΑΜ κεραμῶ, όω) [κέραμος] καλύπτω με κεραμίδια στέγη, κεραμιδώνω αρχ. τοποθετώ τους στρατιώτες έτσι ώστε τα κεφάλια τους να καλύπτονται από τις ασπίδες …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»