-
1 ΚΡΑΣ
ΚΡΑΣ, ὁ, das Haupt, der Kopf, von Menschen u. übertr., wie κάρα, κάρηνον; den nom. ὁ κράς führen die Gramm., z. B. B. A. 1181 aus Simmias an, vgl. Lob. Paralip. p. 78; gen. κρᾱτός, Hom. öfters; αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κυνέην εὔτυκτον ἔϑηκα 14, 276; κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο, Gipfel, ll. 20, 5; ἐπὶ κρατὸς λιμένος, am innersten Theile des Hafens, Od. 9, 140. 13, 102; Aesch. Pers. 361; ἀποκοπὰ κρατός Suppl. 821, u. sonst bei den Tragg.; gedehnt κράατος, Ap. Rh. 1, 222; – dat. κρᾱτί, Od. 9, 490; Pind. P. 1, 8, u. Aesch. Spt. 837; Soph. O. C. 1464; Ar. Ran. 329; – acc. κρᾶτα, Od. 8, 92 u. öfter; Soph. O. R. 263 u. a. D.; – acc. plur. κρᾶτας, Eur. Phoen. 1126; auch neutr. κρᾶτα, gedehnt κράατα, Il. 19, 93; κρᾶτα Soph. O. C. 474; – gen. κράτων, 22, 309; – dat. κρᾱσί, Il. 10, 152; κράτεσφι, 156. – Soph. hat auch den nom. sing. κρᾶτα τοὐμόν, Phil. 1443. – Nach den Scholl. Eur. Hec. 429 Phoen. 1159 soll auch ἡ κράς gesagt sein. Vgl. Ellendt lex.
-
2 ΚΡΆΤος
ΚΡΆΤος, τό (vgl. ΚΡΑΣ), – 1) Stärke, Kraft, bes. Leibesstärke; τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ οὔ τι κράτεΐ γε Il. 7, 142; ἔχει ἥβης ἄνϑος, ὅ τε κράτος ἐσίὶ μέγιστον 13, 484, so vom Adler 24, 293, von Polyphem Od. 1, 70. Auch von Sachen, z. B. Feste, Härtigkeit des Eisens, Od. 9, 394. – Gewalt, Κύϑηρα ἑλεῖν κατὰ κράτος, mit Gewalt, mit Sturm nehmen, Isocr. 4, 119; κατὰ κράτος ἡ Ποτίδαια ἐπολιορκεῖτο, mit aller Macht, Thuc. 1, 64; auch πολεμεῖν τινι κατὰ κρ., Plat. Legg. III, 692 d; – φεύγειν κ. κρ., wie auch wir sagen »aus Leibeskräften«, Xen. Cyr. 4, 2, 30; ἐλαύνειν, im Galopp reiten, An. 1, 8, 1 re equ. 8, 10; ἐξελέγχεσϑαι Dem. 34, 20, u. A. – Xen. Cyr. 1, 4, 23 u. Sp. brauchen so auch ἀνὰ κράτος. – Τὰ κράτη, Gewaltthaten, Soph. Ant. 481. – 2) Gewalt, Herrschaft; τοῦ γὰρ κράτος ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od. 1, 359; αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν σῶν δόμων Aesch. Ch. 473; πᾶν κράτος ἔχων χϑονός Suppi. 420; ἀρχῆς λαβέσϑαι καὶ κράτους τυραννικοῠ vrbdt Soph. O. C. 374; auch im plur., τά γ' αὔϑ' ἕξει κράτη O. R. 586, wie κράτη δὴ πάντα καὶ ϑρόνους ἔχω Ant. 173; vgl. Aesch. Ch. 1 u. Ar. Ran. 1127; in Prosa, τὸ γὰρ κράτος εἶχε τῆς στρατιῆς Her. 9, 42, vgl. 3, 81; τῆς ϑαλάσσης κράτος, Oberbefehl zur See, Thuc. 1, 143. – 31 Obergewalt, Oberhand, Sieg; ϑεὸς δώσει κράτος ᾧ κ' ἐϑέλῃσιν Od. 21, 280, vgl. Il. 11, 753, öfter; Hes. Sc. 328; so auch die Tragg., Aesch. Ag. 917 Suppl. 1054, εἴη δὲ νίκη καὶ κράτη τοῖς ἄρσεσιν 929; οἷς ἂν σὺ προςϑῇ, τοῖςδ' ἔφασκ' εἶναι κράτος Soph. O. C. 1332; γυναιξὶν ἀρσένων ἔσται κράτος Eur. Hel. 877; auch in Prosa, νίκην καὶ κράτος τῶν πολεμίων Plat. Legg. XII, 962 a, wie κράτος πολέμου καὶ νίκην αὐτοῖς διδόναι Dem. 19, 130.
-
3 ΚΡΑΑΣ
-
4 κρείων
κρείων, οντος, ὁ, u. tem. κρείουσα, ion. u. p. = κρέων (mit ΚΡΑΣ, κράτος, zusammenhangend), der Herrscher; oft bei Hom., gew. von Königen u. Feldherren, wie Agamemnon u. A., auch von Göttern, wie Zeus oft heißt ὕπατε κρειόντων, Il. 8, 31 u. sonst, auch Poseidon; aber auch Eteoneus, ein Diener des Menelaus, heißt so, weil er die Aufsicht über das übrige Gesinde führt, wenn es nicht wie ἥρως allgemeine Bezeichnung eines Ehrenmannes geworden ist. Κρείουσα γυναικῶν ist ll. 22, 48 ein ehrendes Beiw. der Laothoe, eines Kebsweibes des Priamus. Ein, eln auch bei sp. D. S. auch, nom. pr.
-
5 κραίνω
κραίνω (ΚΡΑΣ), fut. κρανῶ, aor. ἔκρηνα, ἔκρᾱνε, Eur. ion 572 (s. auch das Vorige), – vollenden, vollführen, erfüllen, bewirken; ἐέλδωρ Il. 1, 504; οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε, besser, fähiger, Etwas zu erdenken und es auch auszuführen, Od. 5, 170; ἔτυμα κραίνειν 19, 567, von Träumen, einen wahrhaften Ausgang bringen; κρῆνον ἔπος, ὅττι κεν εἴπω 20, 115; ἐφετμάς, die Befehle ausführen, Il. 5, 508, wie Pind. Ol. 3, 11; γάμου τελευτήν P. 9, 68; auch im pass., κλέος ἐκράνϑη 4, 125; οὔ μοι δοκέει τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσϑαι, in passiv. Bdtg, auf diesem Wege scheint es mir nicht ausgeführt werden zu können, Il. 9, 626; von silbernen Gefäßen heißt es χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται (κεκράαντο), mit Gold sind (waren) die Ränder daran vollendet, gearbeitet, so daß damit bezeichnet wird, daß mit der Vergoldung der Ränder die ganze Arbeit fertig war, Od. 4, 132. 616. 15, 116. – Oft bei den Tragg.; πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν' ἃ μὴ κραίνοι τύχη Aesch. Spt. 408, vgl. Suppl. 531; u. so bes. von den Göttern und dem Schicksale, die Etwas zu Ende führen, in Erfüllung gehen lassen, ἀρὰ Κρόνου τότ' ἤδη παντελῶς κρανϑήσεται Prom. 911; ὑπόσχεσιν, das Versprechen erfüllen, Suppl. 363; μία ψῆφος κέκρανται 921, wie κρανϑεῖσα ψῆφος Eur. Hec. 223; κέκρανται συμφοραὶ νέων κακῶν Hipp. 1255. – Daher = der Fürst sein, der Alles vollzieht, vollstreckt, obwalten, gebieten, δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον ἀριπρεπέες βασιλῆες ἀρχοὶ κραίνουσι Od. 8, 390; ϑρόνους καὶ σκῆπτρα κραίνειν καὶ τυραννεύειν χϑονός Soph. O. C. 405; c. gen., ὁ κραίνων τῆςδε τῆς χώρας 297, öfter; ὃς κραίνει στρατοῦ Ai. 1029; einzeln bei sp. D., die es mit dem dat. vrbdn, vgl. Herm. Orph. p. XIX. – Intr., sich endigen, auslaufen in Etwas, Hippocr., wie man auch Aesch. Ch. 1071 erklärt, ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει μένος ἄτης.
-
6 κρᾶτα
-
7 κρᾶνον
-
8 κάρᾱ
κάρᾱ, τό, ion. u. ep. κάρη, nur im nom. u. acc., das Haupt; πολιόν τε κάρη, πολιόν τε γένειον Il. 22, 74; μηκέτ' ἔπειτ' Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη 2, 259; von Pferden, 6, 509; ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισι, das Haupt der Medusa, Pind. P. 10, 46; Tragg., οὔ φημ' ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα λευσίμους ἀράς Aesch. Ag. 1598, περὶ πόδα, περὶ κάρα, Eum. 159, in der Anrede, νῦν δ' ἐμοὶ φίλον κάρα, ἔκβαιν' ἀπήνης, liebes Haupt, Ag. 879, wie Soph. ὦ κράτιστον Οἰδίπου κάρα O. R. 40, ὦ κασίγνητον κάρα El. 1155, vgl. Ant. 906 (Eur. Or. 237 I. T. 983); von Thieren, κάρα προβάλλων ἱππικῶν όχημάτων El. 730; αἰγείρου frg. 24; γέλωτι φαιδρὸν κάρα El. 1310, wo bes. an das Gesicht zu denken ist; κάρα τὸ δυςπ ρόςοπτον O. C. 286; τὸ πάλλευκον κάρα Eur. Hec. 600; σὸν καταιδοῦμαι κάρα Or. 681; ἰλιγγιῶ κάρα λίϑῳ πεπληγμένος Ar. Ach. 1178; sp. D. oft. – Dazu haben die Tragg. den dat. κάρᾳ, maskulinisch, für κάρατι, συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ Aesch. Ch. 225; Soph. O. C. 570 Ant. 1257 El. 437; Eur. Med. 1371 Herc. Fur. 465; κάρῃ Theogn. 1018. – Die Gramm. führen auch den gen. κάρας an; den acc. κάραν haben Anacr., πολιαὶ στέφουσι κάραν 50, 9, u. a. Sp., wo es dann als fem. betrachtet wird, Qu. Sm. 11, 58; τὴν κάρην Callim. frg. 125; κάρης Mosch. 4, 74; Nic. Th. 131 D. Per. 562. – Plur., ἑκατὸν κάρᾱ ἐξεπεφύκει H. h. Cer. 12, womit man ὦ βατίδες, ὦ γλαύκων κάρα vergleichen kann, Sannyrio bei Ath. VII, 286 c, für κάρατα. – Außerdem gehören dazu die Formen gen. κάρητος, Od. 6, 230. 23, 157, u. καρήατος, Il. 23, 44, dat. κάρητι, Il. 15, 75, u. καρήατι, 19, 405. 22, 205, dat. plur. κάρησι, Tryphiod. 602, acc. plur. καρήατα, Il. 11, 309, wozu die Gramm. einen eigenen nom. κάρηαρ angenommen haben. – Vgl. ΚΡΑΣ u. κάρηνον.
-
9 κρασπεδιτης
-
10 κρασπεδον
τό преимущ. pl.1) край, кайма(λαίφους Eur.; στεμμάτων Arph.; ἱματίου NT.; αἰγιαλοῦ Anth.)
2) склон(τῶν ὀρῶν Xen.)
3) фланг(στρατοπέδου Eur.)
-
11 κρασπεδοω
-
12 подшивка
подшивкаж1. (действие) τό ντύσιμο, ἡ κρασπέδωση, τό ράψιμο[ν] / τό κράσ-πεδο[ν], τό φοδράρισμα (подкладки)·2. (у платья) ὁ γόρος·3. (газет, бумаг) ἡ σειρά, ἡ συλλογή. -
13 πέδον
Grammatical information: n.Compounds: As 2. member in δά-πεδον, κράσ-πεδον a.o.; s. vv. and Risch IF 59, 14 f. Adject. hypostasis ἔμ-πεδος `standing on the ground, firm' (ep. poet., late prose) with ἐμπεδ-όω `to confirm, to consider inviolable' (Att. etc.); bahuvrihi w. α copul. ἄ-πεδος `flat' (Hdt., Th., X.); as 1. member a.o. in πεδο-βάμων `walking the earth' (A.). Adverbs πεδ-όσε, - όθεν, - οι (ep. poet.).Derivatives: Besides with ιο-suffix πεδίον n. `plain, plane, field' (Il.) with many derivv.: 1. πεδι-άς, - άδος f. `flat, level, on the plain' (Pi., IA.); 2. πεδι-εινός, also πεδ-εινός, -ϊνός, `flat, level' (IA.; after αἰπεινός, resp. πυκινός a.o.); 3. πεδι-ακός `belonging to the plain', pl. `inhabitant of the plain country of Attica' (Lys. Fr. 238 S., Arist., pap.); 4. πεδι-εῖς m. pl. `id.' (Plu., D. L., Bosshardt 74); 5. πεδι-άσιος `on the plain' (Str., Dsc.; prob. after Φλειάσιος a.o.); 6. πεδι-ασι-μαῖος = campester (gloss.); 7. πεδι-ώδης `flat' (sch.); 8. Πεδι-ώ f. `goddess of the plain' (Hera; Sicily. -- Cypr. πεδίϳα f. `plain' (cf. Bechtel Dial. 1, 423); after χώρα, γῆ?Etymology: Old inherited word, identical with Hitt. pedan `place, position', Umbr. peřum `bottom', as well as with Arm. het, -oy `track', OWNo. fet n. `pace', Skt. padá- n. `pace, step, footstep', Av. pađa- n. `trace': IE * pedo-m n. Orig. meaning `trace, bottom', from the word for `foot', s. πούς w. lit.Page in Frisk: 2,485-486Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέδον
См. также в других словарях:
κρασ(ε)ίδιον — κρασ(ε)ίδιον, τὸ (Α) κόλλα από μίγμα αλεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίδιον < κρᾶσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον. Ο τ. κρασείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη γραφή και προέρχεται από τη γενική κράσεως + κατάλ. ίδιον (πρβλ. ταξίδιον: ταξείδιον)] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κέρνα — (I) κέρνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)]. (II) κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α) στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα οι πλάγιες εκφύσεις τής… … Dictionary of Greek
κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek
κρομμυδίτσιν — και κρομμυδίτζιν, τὸ (Μ) μικρό κρεμμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρομμύδιν + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κουλλουρ ίτσιν, κρασ ίτσιν)] … Dictionary of Greek