-
1 κρασπεδόω
κρασπεδόω, mit einem Rande einfassen, umsäumen, ὄφεσι κεκρασπεδῶσϑαι Eur. Ion 1423.
-
2 κρασπεδοω
-
3 κρασπεδόω
κρασπεδόω, mit einem Rande einfassen, umsäumen
1 κρασπεδόω
κρασπεδόω, mit einem Rande einfassen, umsäumen, ὄφεσι κεκρασπεδῶσϑαι Eur. Ion 1423.
2 κρασπεδοω
3 κρασπεδόω