-
1 Θρήκηθεν
-
2 Θρῄκηθεν
-
3 Θρήικηθεν
Θρῄκηθεν, Θρῄκηθενfrom Thrace: indeclform (adverb) -
4 Ζέφυρος
Ζέφῠρος, ὁ, anyA westerly wind,Βορέης καὶ Ζ., τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον Il.9.5
: coupled with Νότος, 21.334; opp. Εὖρος, Od.5.332, 19.206; Ζ. δυσαής, ἔφυδρος, 5.295, 14.458; ; but εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος ib. 943b21;ὁπότε νέφεα Ζ. στυφελίξῃ Il.11.305
; ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο θέοιμεν, of horses, 19.415; later, the due West wind, opp. ἀπηλιώτης, Arist.Mete. 363b12, cf.Mu. 394b26; but rather northwest in Id.Pol. 1290a19. (Prob. cogn. with ζόφος, cf. ζοφόπνοια.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ζέφυρος
-
5 Θρηϊκίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρηϊκίη
-
6 Θρᾴκη
-
7 ἄημι
A , A.Fr. 178 A., [ per.] 3 dualἄητον Il.9.5
, [ per.] 3pl. ; imper. [ per.] 3sg.ἀήτω A.R.4.768
; inf.ἀῆναι Od.3.183
, [dialect] Ep. ἀήμεναι ib. 176; part. ἀείς, ἀέντος, etc., Emp.84.4, Il.5.526, al.: [tense] impf. [ per.] 3sg.ἄη Od.12.325
, 14.458:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. ἄηται, [tense] impf. ἄητο, part. ἀήμενος, v. infr. ( ἄϜημι, cf. Skt. vā´ti 'blows', Lith. vējas 'wind'):—[dialect] Ep. Verb, prop. breathe hard; hence, blow, of winds,τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον Il.9.5
, cf. Od.3.176, 183, etc.;οἵ τε νέφεα.. διασκιδνᾶσιν ἀέντες Il.5.526
;ἀνέμων.. μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440
, cf. Hes.Th. 869, 875:—[voice] Pass., to be beaten by the wind,ὑόμενος καὶ ἀήμενος Od.6.131
; of sound, of be carried by the wind, A.R.2.81: more freq. metaph., toss, wave to and fro, of the mind in doubt or fear,δίχα θυμὸς ἄητο Il.21.386
;περὶ παίδων θυμὸς ἄηται A.R.3.688
:— also μαρτύρια ἄηται ἐπ' ἀνθρώπους are wafted to and fro, Pi.I.4(3).9; περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο beauty breathed all about her, h.Cer. 276;ἀπὸ κρῆθεν τοῖον ἄητο Hes.Sc.8
, cf. Fr. 245.II [voice] Act., breathe,διὰ πνευμόνων ὕπνον A.Fr.178A.
-
8 Θρῄκη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Θρῄκη
См. также в других словарях:
Θρήκηθεν — Θρῄκηθεν (Α) επίρρ. από τη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί Θρᾴκηθεν] … Dictionary of Greek
Θρῄκηθεν — from Thrace indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρήικηθεν — Θρῄκηθεν , Θρῄκηθεν from Thrace indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θράκηθεν — Θρᾴκηθεν (Α) ιων. τ., βλ. Θρήκηθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + επιρρ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… … Dictionary of Greek
σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… … Dictionary of Greek