-
1 Ζέφυρος
Ζέφῠρος, ὁ, anyA westerly wind,Βορέης καὶ Ζ., τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον Il.9.5
: coupled with Νότος, 21.334; opp. Εὖρος, Od.5.332, 19.206; Ζ. δυσαής, ἔφυδρος, 5.295, 14.458; ; but εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος ib. 943b21;ὁπότε νέφεα Ζ. στυφελίξῃ Il.11.305
; ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο θέοιμεν, of horses, 19.415; later, the due West wind, opp. ἀπηλιώτης, Arist.Mete. 363b12, cf.Mu. 394b26; but rather northwest in Id.Pol. 1290a19. (Prob. cogn. with ζόφος, cf. ζοφόπνοια.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ζέφυρος
-
2 Ἰᾶπυξ
-
3 Ὀλυμπίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπίας
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский