-
1 Θρακ'
Θρᾷκα, Θράκιοςmasc acc sgΘρᾷκε, Θράκιοςmasc nom /voc /acc dualΘρᾷκαι, Θρᾴκηfrom Thrace: fem nom /voc plΘρᾷκα, Θρᾷξmasc acc sgΘρᾷκι, Θρᾷξmasc dat sgΘρᾷκε, Θρᾷξmasc nom /voc /acc dual -
2 Θρᾷκ'
Θρᾷκα, Θράκιοςmasc acc sgΘρᾷκε, Θράκιοςmasc nom /voc /acc dualΘρᾷκαι, Θρᾴκηfrom Thrace: fem nom /voc plΘρᾷκα, Θρᾷξmasc acc sgΘρᾷκι, Θρᾷξmasc dat sgΘρᾷκε, Θρᾷξmasc nom /voc /acc dual -
3 Θρᾳκίας
2 (sc. λίθος) stone said to take fire in water, Dsc.5.129, cf. Plin.HN33.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾳκίας
-
4 Θρᾳκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾳκίζω
-
5 Θρᾳκικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾳκικός
-
6 Θρᾳκιστί
Θρᾳκ-ιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾳκιστί
-
7 Θρᾴκη
-
8 Θρᾴκιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾴκιος
См. также в других словарях:
Θρᾷκ' — Θρᾷκα , Θράκιος masc acc sg Θρᾷκε , Θράκιος masc nom/voc/acc dual Θρᾷκαι , Θρᾴκη from Thrace fem nom/voc pl Θρᾷκα , Θρᾷξ masc acc sg Θρᾷκι , Θρᾷξ masc dat sg Θρᾷκε , Θρᾷξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… … Dictionary of Greek
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
μπουχαλιώτικα — τα συνθηματική γλώσσα τών Αλβανών εμπειρικών γιατρών που κατάγονται από την κωμόπολη τής Β. Ηπείρου Μπούχαλη, δυτικά τής Πίνδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μπούχαλη, ονομ. κωμοπόλης τής Β. Ηπείρου + κατάλ. ιώτικα (πρβλ. θρακ ιώτικα, νησ ιώτικα)] … Dictionary of Greek
ρίον — τὸ, Α 1. κορυφή όρους (α. «περὶ ῥίον Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ. β. «ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων», Ομ. Οδ.) 2. ακρωτήριο (α. «Ῥίον Ἀχαϊκόν», Θουκ. β. «Νότος μέγα κῡμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῑ», Ομ. Οδ.) 3. όρμος, κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Γεωγραφικός όρος αβέβαιης… … Dictionary of Greek