-
1 Ησιόδειος
-
2 Ἡσιόδειος
-
3 Ησιοδείας
-
4 Ἡσιοδείας
-
5 Ησιοδείων
-
6 Ἡσιοδείων
-
7 Ησιόδειον
-
8 Ἡσιόδειον
-
9 Ησιοδείοις
-
10 Ἡσιοδείοις
-
11 Ησιοδείου
-
12 Ἡσιοδείου
-
13 Ησιοδείους
-
14 Ἡσιοδείους
-
15 Ησιόδεια
-
16 Ἡσιόδεια
-
17 Ἡσίοδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἡσίοδος
-
18 Ήσίοδος
Grammatical information: m.Meaning: PN (Pi.)Derivatives: ` Ησιόδειος (Pl.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Solmsen Unt. 81supposed a governing compound to ἵημι *Ϝοδήν `start a song'. See on αὑδή; further Knecht Τερψίμβροτος 48f. (See also P.-W. s. Hesiod 1168); also (diff.) Schwyzer 443 n. 6. - On Lesb. Αἰσίοδος (EM 452, 37) s. Schwyzer 185 Zus. 3.Page in Frisk: 1,645Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ήσίοδος
См. также в других словарях:
ησιόδειος — ἡσιόδειος, ον (Α) [Ησίοδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Ησίοδο … Dictionary of Greek
Ἡσιόδειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείων — Ἡσιόδειος fem gen pl Ἡσιόδειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδειον — Ἡσιόδειος masc acc sg Ἡσιόδειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείοις — Ἡσιόδειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείου — Ἡσιόδειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείους — Ἡσιόδειος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδεια — Ἡσιόδειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείας — Ἡσιοδείᾱς , Ἡσιόδειος fem acc pl Ἡσιοδείᾱς , Ἡσιόδειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδησιόδειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Ησίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἡσιόδειος] … Dictionary of Greek