-
1 Ησιόδειος
-
2 Ἡσιόδειος
-
3 Ησιοδειος
-
4 ψευδ-ησιόδειος
ψευδ-ησιόδειος, fälschlich dem Hesiod zugeschrieben, Cic. ad Att. 7, 18.
-
5 Ησιοδείας
-
6 Ἡσιοδείας
-
7 Ησιοδείων
-
8 Ἡσιοδείων
-
9 Ησιόδειον
-
10 Ἡσιόδειον
-
11 ψευδησιοδειος
-
12 Ησιοδείοις
-
13 Ἡσιοδείοις
-
14 Ησιοδείου
-
15 Ἡσιοδείου
-
16 Ησιοδείους
-
17 Ἡσιοδείους
-
18 Ησιόδεια
-
19 Ἡσιόδεια
-
20 Ἡσίοδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἡσίοδος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ησιόδειος — ἡσιόδειος, ον (Α) [Ησίοδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Ησίοδο … Dictionary of Greek
Ἡσιόδειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείων — Ἡσιόδειος fem gen pl Ἡσιόδειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδειον — Ἡσιόδειος masc acc sg Ἡσιόδειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείοις — Ἡσιόδειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείου — Ἡσιόδειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείους — Ἡσιόδειος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδεια — Ἡσιόδειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείας — Ἡσιοδείᾱς , Ἡσιόδειος fem acc pl Ἡσιοδείᾱς , Ἡσιόδειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδησιόδειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Ησίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἡσιόδειος] … Dictionary of Greek