Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Εὔκλειος

См. также в других словарях:

  • εύκλειος — εὔκλειος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Διός (στον Βακχυλ.) 2. επιγρ. ονομασία τού αττικού μήνα Ανθεστηριώνα (στην Κέρκυρα, στο Βυζάντιο και στην Αστυπάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλειος (< κλέος), τ. που απαντά ακόμη στο επίθ. ηρά κλειος] …   Dictionary of Greek

  • Εὐκλείου — Εὔκλειος good repute masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐκλείους — Εὔκλειος good repute masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐκλείως — Εὔκλειος good repute masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐκλείων — Εὔκλεια good repute neut gen pl Εὔκλειος good repute masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»