-
1 Ευκλείου
-
2 Εὐκλείου
-
3 Ευκλείους
-
4 Εὐκλείους
-
5 Ευκλείων
-
6 Εὐκλείων
-
7 Ευκλείως
-
8 Εὐκλείως
-
9 εὔκλεια
εὔκλειᾰ, ἡ, [full] εὐκλείᾱ metrigr., A.Th. 685: [dialect] Ep.[full] ἐϋκλείη Il.8.285, Od. 14.402; [full] εὐκλεΐη IG 14.1663:—A good repute, glory, τὸν.. ἐϋκλείης ἐπίβησον Il.l.c., cf. Antipho Soph.49, Th.2.44, X.An.7.6.33, Pl.Mx. 247a, Ep. 354b, A.R.1.141, etc.;λιπὼν.. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348
(lyr.);στέφανος εὐκλείας S.Aj. 465
, E.Supp. 315;ἄγαλμα εὐκλείας S.Ant. 703
.II Εὔ. personified, B.12.183, IG3.277.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκλεια
См. также в других словарях:
εύκλειος — εὔκλειος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Διός (στον Βακχυλ.) 2. επιγρ. ονομασία τού αττικού μήνα Ανθεστηριώνα (στην Κέρκυρα, στο Βυζάντιο και στην Αστυπάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλειος (< κλέος), τ. που απαντά ακόμη στο επίθ. ηρά κλειος] … Dictionary of Greek
Εὐκλείου — Εὔκλειος good repute masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐκλείους — Εὔκλειος good repute masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐκλείως — Εὔκλειος good repute masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐκλείων — Εὔκλεια good repute neut gen pl Εὔκλειος good repute masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)