Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Βοιωτίαν

См. также в других словарях:

  • Βοιωτίαν — Βοιωτίᾱν , Βοιώτιος a Boeotian fem acc sg (attic doric aeolic) Βοιωτίᾱν , Βοιωτία a Boeotian fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEPLUM — et indutui fuit et amictui, ut Varro loquitur et Apuleius. Iul. Pollux l. 7. c. 3. Ἔςθημα δ᾿ ἐςτὶ διπλοῦν τὴν χρείαν, ὡς ενδύναι τε καὶ ἐπιβάλλεςθαι: cuius locô vocem ἀ μφιβάλλεςθαι usurpat Lycophron in Alex. Inde veteres Graeci etiam caelum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHAPSODIA — Graece Ῥαψῳδία, Aristoreli carmen est, ex vario versuum genere compositum, veluti cento: quemadmodum Poema illud Chaeremonis, cui titulus Caemptaurus fuit, ῥαψῳδίας habuit nomen, quod ex variis metris, velut cento, consutum esset. Proprie vero,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»