Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Αἰγιαλῶ

См. также в других словарях:

  • Αἰγιαλῶ — Αἰγιαλός sea shore masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλῶ — αἰγιαλός sea shore masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλῷ — Αἰγιαλός sea shore masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλῷ — αἰγιαλός sea shore masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαράζω — προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [αράζω / ἀράσσω] (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.) μσν. αρχ. ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»