-
1 Αιγιαλείς
-
2 Αἰγιαλεῖς
-
3 σικυών
II as pr. n. [full] Σῐκῠών, ῶνος, ἡ, Sicyon, Pi.N.9.53, etc.; also ὁ, X.HG4.2.14, 7.2.11; gender indeterm. in Il.2.572, 23.299; as Adj., γῆ Σ. Arist. Fr.640.26:—regul. Adj. [full] Σῐκῠώνιος, α, ον, Sicyonian, Th.1.28, etc.; Σ. ἔλαιον Sicyonian olive oil, Dsc.1.30, Gal.11.739 (but [full] σικυώνιον ἔλαιον oil of σίκυς, Aët.1.122, Alex.Trall.Febr.3, Paul.Aeg.3.77, 7.20); [full] Σῐκῠωνικός or [suff] σῐκῠ-ιακός, ή, όν, Callix.2, Ath.6.271d.—Adv. [full] Σῐκῠώνοθε, of or from Sicyon, Pi.N.9.1.—The people themselves called their town [full] Σεκυών, A.D.Adv.144.20, cf. [full] Σεκυώνιοι GDI2581.273 (Delph., ii B.C.); its oldest name was Αἰγιαλεῖς and then Μηκώνη, acc. to Str. 8.6.25. -
4 αἰγιαλός
Grammatical information: adj.Meaning: `sea-shore, beach'; also GN, e. g. the coast of Achaia (Il.).Dialectal forms: Myc. aikiharijo prob. \/ aigihalio-\/ AJ 134Derivatives: αἰγιάλειος, αἰγιαλεύς are late, hell. ( Αἰγιαλεῖς name of the inhabitants of the coast of Achaia Hdt.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The Myc. form seems to confirm derivation of the second element from ἅλς. To ἅλλομαι, Kretschmer Glotta 27, 28f. with Bechtel Lex. For the first part one compares αἶγες τὰ κύματα. Δωριεῖς H. (and Artem. 2, 12: καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα αἶγας ἐν τῃ̃ συνηθείᾳ λέγομεν). But αἶγες = κύματα could be just a metaphorical use of αἴξ `goat'. Heubeck IF 68 (1963) 13-21 `heftig [von den Wogen] besprungen'; not very probable. - Pre-Greek acc. to Chantr. Form. 248, which cannot be excluded though Chantraine now calls it `facile' (=?).Page in Frisk: 1,31Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰγιαλός
См. также в других словарях:
Αἰγιαλεῖς — Αἰγιαλεύς masc acc pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Сикион — (Σεκιών, позднее Σικυών, Sicyon) древнегреческий город в восточной части Ахайи, в трех километрах от Коринфского залива, между pp. Асопом и Гелиссоном. Первоначальными обитателями С. были ионийцы; их покорили дорийские завоеватели из Арголиды,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λιμήν — Ονομασία του λιμανιού της Σικυώνας στον Κορινθιακό κόλπο, κατά την αρχαιότητα. Αρχικά ονομαζόταν Αιγιαλείς και αργότερα Μηκώνη. * * * ο (AM λιμήν, ένος) βλ. λιμένας … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Αιγιαλεία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί,… … Dictionary of Greek
Αιγιαλείας, επαρχία — Πρώην επαρχία (513 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας, στο βορειοανατολικό τμήμα του. Αιγιαλείς ονομάζονταν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας και της περιοχής της. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας η επαρχία λεγόταν Βοστίτσα. Είχε πρωτεύουσα το Αίγιο … Dictionary of Greek
Αίγιο — Παραλιακή πόλη (υψόμ. 60 μ., 21.061 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Το Α. είναι χτισμένο στην ακτή του Κορινθιακού, σε περιοχή σεισμογενή. Αποτελεί έδρα του δήμου Αιγίου (βλ. λ. Αιγίου, δήμος). Βρίσκεται στην πεδινή λωρίδα… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek