-
1 Αιγιαλεύς
-
2 Αἰγιαλεύς
-
3 αἰγιαλεύς
αἰγιαλ-εύς, ῆος, ὁ, = foreg., Nic. Th. 786, Numen. ap. Ath.7.313e:—pr. n., of the inhabitants of north coast of Peloponnese, Hdt. 5.68, 7.94; of the Argives, Theoc.25 174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγιαλεύς
-
4 Αιγιαλέων
-
5 Αἰγιαλέων
-
6 Αιγιαλέως
Αἰγιάλευςmasc nom sg (epic ionic)Αἰγιαλέω̆ς, Αἰγιαλεύςmasc gen sgΑἰγιαλεύςmasc nom sg (epic ionic) -
7 Αἰγιαλέως
Αἰγιάλευςmasc nom sg (epic ionic)Αἰγιαλέω̆ς, Αἰγιαλεύςmasc gen sgΑἰγιαλεύςmasc nom sg (epic ionic) -
8 Αιγιαλής
-
9 Αἰγιαλῆς
-
10 Αιγιαλείς
-
11 Αἰγιαλεῖς
-
12 Αιγιαλέα
-
13 Αἰγιαλέα
-
14 Αιγιαλέας
-
15 Αἰγιαλέας
-
16 Αιγιαλήων
-
17 Αἰγιαλήων
-
18 Αιγιάλη
-
19 Αἰγιάλη
-
20 Αιγιάλης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἰγιαλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγιαλεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σικυώνας, ο πρώτος αυτόχθων Έλληνας βασιλιάς. Έζησε γύρω στο 1700 π.Χ. Ο γιος του –ή γιος του αδελφού του Φορωνέα, βασιλιά του Άργους– Εύρως, υπήρξε παππούς του Άπη, που υπέταξε ολόκληρη την Πελοπόννησο … Dictionary of Greek
Αἰγιαλέων — Αἰγιάλευς masc gen pl Αἰγιαλεύς masc gen pl Αἰγιαλέω̆ν , Αἰγιαλεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλέως — Αἰγιάλευς masc nom sg (epic ionic) Αἰγιαλέω̆ς , Αἰγιαλεύς masc gen sg Αἰγιαλεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλεῖς — Αἰγιαλεύς masc acc pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλῆς — Αἰγιαλεύς masc nom pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλήων — Αἰγιάλευς masc gen pl (epic ionic) Αἰγιαλεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλη — Αἰγιάλευς masc nom/voc/acc dual Αἰγιάλευς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλης — Αἰγιάλευς masc nom pl Αἰγιάλευς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эгиалей — (Αίγιαλεύς): 1) сын Адраста и Амфитеи или Демонассы, один из предводителей в походе эпигонов против Фив, павший от руки Лаодаманта; 2) сын Инаха и Оксаниды Мелии, основатель и первый царь Сикиона, называвшегося раньше Эгиалеей по имени Э.; 3) сын … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Αἰγιαλεῖ — Αἰγιαλεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)