Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αἰγιαλεύς

См. также в других словарях:

  • Αἰγιαλεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγιαλεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σικυώνας, ο πρώτος αυτόχθων Έλληνας βασιλιάς. Έζησε γύρω στο 1700 π.Χ. Ο γιος του –ή γιος του αδελφού του Φορωνέα, βασιλιά του Άργους– Εύρως, υπήρξε παππούς του Άπη, που υπέταξε ολόκληρη την Πελοπόννησο …   Dictionary of Greek

  • Αἰγιαλέων — Αἰγιάλευς masc gen pl Αἰγιαλεύς masc gen pl Αἰγιαλέω̆ν , Αἰγιαλεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλέως — Αἰγιάλευς masc nom sg (epic ionic) Αἰγιαλέω̆ς , Αἰγιαλεύς masc gen sg Αἰγιαλεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλεῖς — Αἰγιαλεύς masc acc pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλῆς — Αἰγιαλεύς masc nom pl Αἰγιαλεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλήων — Αἰγιάλευς masc gen pl (epic ionic) Αἰγιαλεύς masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιάλη — Αἰγιάλευς masc nom/voc/acc dual Αἰγιάλευς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιάλης — Αἰγιάλευς masc nom pl Αἰγιάλευς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эгиалей — (Αίγιαλεύς): 1) сын Адраста и Амфитеи или Демонассы, один из предводителей в походе эпигонов против Фив, павший от руки Лаодаманта; 2) сын Инаха и Оксаниды Мелии, основатель и первый царь Сикиона, называвшегося раньше Эгиалеей по имени Э.; 3) сын …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Αἰγιαλεῖ — Αἰγιαλεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»