-
1 Σικυώνιον
Σικυώνcucumber-bed: masc acc sgΣικυώνcucumber-bed: neut nom /voc /acc sgΣικυώνιοςcucumber-bed: masc acc sgΣικυώνιοςcucumber-bed: neut nom /voc /acc sg -
2 κονδύλιον
II Dim. of κόνδυλος, f.l. in Axionic.6.3 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδύλιον
-
3 σικυών
II as pr. n. [full] Σῐκῠών, ῶνος, ἡ, Sicyon, Pi.N.9.53, etc.; also ὁ, X.HG4.2.14, 7.2.11; gender indeterm. in Il.2.572, 23.299; as Adj., γῆ Σ. Arist. Fr.640.26:—regul. Adj. [full] Σῐκῠώνιος, α, ον, Sicyonian, Th.1.28, etc.; Σ. ἔλαιον Sicyonian olive oil, Dsc.1.30, Gal.11.739 (but [full] σικυώνιον ἔλαιον oil of σίκυς, Aët.1.122, Alex.Trall.Febr.3, Paul.Aeg.3.77, 7.20); [full] Σῐκῠωνικός or [suff] σῐκῠ-ιακός, ή, όν, Callix.2, Ath.6.271d.—Adv. [full] Σῐκῠώνοθε, of or from Sicyon, Pi.N.9.1.—The people themselves called their town [full] Σεκυών, A.D.Adv.144.20, cf. [full] Σεκυώνιοι GDI2581.273 (Delph., ii B.C.); its oldest name was Αἰγιαλεῖς and then Μηκώνη, acc. to Str. 8.6.25.
См. также в других словарях:
Σικυώνιον — Σικυών cucumber bed masc acc sg Σικυών cucumber bed neut nom/voc/acc sg Σικυώνιος cucumber bed masc acc sg Σικυώνιος cucumber bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικυώνιος — α, ο / Σικυώνιος, ία, ον, ΝΑ [Σικυών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σικυώνας 2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ. β. «Σικυώνιον… … Dictionary of Greek
εύπομπος — (4ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τη Σικυώνα. Είχε τόση επιρροή ώστε ίδρυσε δική του σχολή, το Σικυώνιον εργαστήριον. Μαθητής του ήταν ο Πάμφιλος ο Μακεδών, ο οποίος είχε μαθητή τον Απελλή. Από τα έργα του Ε. αναφέρεται μόνο μία τοιχογραφία στη Ρώμη.… … Dictionary of Greek
σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) … Dictionary of Greek