-
1 tanyeri
ανατολή -
2 Est
Ανατολή -
3 orient
ανατολή -
4 east
ανατολή -
5 wschód
ανατολή -
6 восток
Восток Ανατολή η; Ближний и Средний Восток Εγγύς και Μέση Ανατολή; Дальний Восток Άπω Ανατολή* * *м1) η ανατολήк восто́ку — προς την ανατολή
2) (Β.) η Ανατολήстра́ны Восто́ка — οι χώρες της Ανατολής
-
7 восток
-а α.ανατολή (σημείο του ορίζοντα)•ветер дует с -а ό άνεμος φυσά από την ανατολή•
на восток от города есть лес ανατολικά της πόλης υπάρχει δάσος.
|| Ανατολή (χώρες)•мирное существование между востоком и западом ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ανατολής και Δύσης•
Ближний восток η Εγγύς Ανατολή•
Дальний восток η Απω Ανατολή•
Средний восток η Μέση Ανατολή.
-
8 Восток
Восток Ανατολή η; Ближний и Средний Восток Εγγύς και Μέση Ανατολή; Дальний Восток Άπω Ανατολή* * *Ανατολή η -
9 восток
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восток
-
10 восход
-
11 восход
восходм ἡ ἀνατολή:\восход солнца ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· на \восходе солнца τό ήλιο-χάραμα, στήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. -
12 восход
-а α.1. άνοδος, ανάβαση•восход на вершину горы ανάβαση στην κορυφή τού βουνού.
2. ανατολή•восход солнца ανατολή του ήλιου•
до -а солнца πριν την ανατολή του ήλιου, πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος.
-
13 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
14 на
на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά* * *I1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; γιαна столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι
на бума́ге — στο χαρτί
я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…
2) (при обознач. направления) σε, προςя иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο
на восто́к — προς την ανατολή
3) (при обознач. средства передвижения) μεпое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο
е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο
4) (при обознач. срока, времени) γιαя прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες
назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα
на сле́дующий день — την άλλη μέρα
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
5) (при обознач. меры, количества) για;σεна двух челове́к — για δύο άτομα
раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο
••IIперевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά
( возьми) να!, πάρε! -
15 east
[i:st] 1. noun1) (the direction from which the sun rises, or any part of the earth lying in that direction: The wind is blowing from the east; The village is to the east of Canton; in the east of England.) ανατολή2) ((also E) one of the four main points of the compass: He took a direction 10° E of N / east of north.) ανατολικά2. adjective1) (in the east: the east coast.) ανατολικός2) (from the direction of the east: an east wind.) ανατολικός3. adverb(towards the east: The house faces east.) προς την ανατολή,ανατολικά- easterly- eastern
- easternmost
- eastward
- eastwards
- eastward
- the East -
16 солнце
-а α.ο ήλιος•вращение земли вокруг солнца περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο•
восход солнца ανατολή του ήλιου•
заход -а δύση του ήλιου•
затмение -а έκλειψη του ήλιου•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο•
греться на солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι.
εκφρ.до -а – πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγε ι (ανατε ίλει) ο ήλιος•идти по -у – πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ήλιο. -
17 восход
(солнца) η ανατολή (του ηλίου), το χάραμα, η αυγή, η ηώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восход
-
18 солнце
ο Ήλι/οςво сход - а ανατολή του - ου, το ηλιοχάρα(γ)μαзаход - а δύση του - ου, το ηλιοβασίλεμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > солнце
-
19 Ближний и Средний Восток
-
20 Дальний Восток
См. также в других словарях:
ἀνατολῇ — ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολή — rising fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατολή — η 1. η εμφάνιση ενός αστέρα πάνω από τον ορίζοντα: Ο χρόνος ανατολής ενός αστέρα δεν είναι πάντα ο ίδιος. 2. το σημείο του ορίζοντα στο οποίο εμφανίζεται ο ήλιος σε έναν τόπο (βραχυγραφικά Α). 3. ως κύρ. όνομα, Ανατολή περιληπτική ονομασία για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών … Dictionary of Greek
Ανατολή — Sp Anatòlė Ap Ανατολή/Anatoli L ŠV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
Νέα Ανατολή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
ἀνατολῆι — ἀνατολῇ , ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολαῖς — ἀνατολή rising fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολαί — ἀνατολή rising fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολᾶν — ἀνατολή rising fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)