Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανατολή

  • 21 ближний

    ближний
    1. прил (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;
    2. прил (о родне) στενός; ◊ Ближний Восток ἡ 'Εγγύς 'Ανατολή;
    3. м ὁ πλησίον, ὁ συνάνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > ближний

  • 22 восток

    восток
    м ἡ "Ανατολή:
    к \востоку προς ἀνατολάς· страны Востока οἱ χώρες τής Ανατολής.

    Русско-новогреческий словарь > восток

  • 23 солнце

    солнц||е
    с ὁ ήλιος:
    восход \солнцеа ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· заход \солнцеа ἡ δύση τοῦ ἡλίου, τό ἡλιοβασίλεμα· греться на \солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο· определять время по \солнцеу καθορίζω τήν ὠρα κυττάζοντας τόν ήλιο· без \солнцеа ἀνήλιος· ◊ горное \солнце ὁ τεχνητός ήλιος.

    Русско-новогреческий словарь > солнце

  • 24 eastward

    adjective (towards the east: in an eastward direction.) ανατολικός,προς την ανατολή

    English-Greek dictionary > eastward

  • 25 Middle East

    ( with the) (Egypt and the countries of Asia west of Pakistan.) Μέση Ανατολή

    English-Greek dictionary > Middle East

  • 26 rising

    1) (the act or rising: the rising of the sun.) ανατολή
    2) (a rebellion: The king executed those who took part in the rising.) εξέγερση, ξεσηκωμός

    English-Greek dictionary > rising

  • 27 sunrise

    noun (the rising of the sun in the morning, or the time of this.) ανατολή του ήλιου

    English-Greek dictionary > sunrise

  • 28 the East

    (the countries east of Europe: the Middle/Far East.) Ανατολή,οι Ανατολικές χώρες

    English-Greek dictionary > the East

  • 29 the Orient

    (the east (China, Japan etc): the mysteries of the Orient.) Ανατολή

    English-Greek dictionary > the Orient

  • 30 восток

    [βαστόκ] ουσ. α. Ανατολή

    Русско-греческий новый словарь > восток

  • 31 восход

    [βασχότ] ουσ. α. ανατολή

    Русско-греческий новый словарь > восход

  • 32 восток

    [βαστόκ] ουσ α Ανατολή

    Русско-эллинский словарь > восток

  • 33 восход

    [βασχότ] ουσ α ανατολή

    Русско-эллинский словарь > восход

  • 34 ближний

    -яя, -ее επ.
    1. βλ. близкий (1 σημ.)
    ο εγγύς, ο πλησίον•

    ближний восток η Εγγύς Ανατολή.

    2. παλ. στενός, πλησιέστερος•

    -яя родня οι στενοί συγγενείς.

    3. ως ουσ. ο συνάνθρωπος•

    любите -его αγαπάτε τον πλησίον•

    помогать -им βοηθώ τον πλησίον.

    Большой русско-греческий словарь > ближний

  • 35 залюбоваться

    -буюсь, -буешься
    ρ.σ. αρέσκομαι να κοιτάζω•

    залюбоваться восходом солнца μου αρέσει να βλέπω την ανατολή του ήλιου.

    Большой русско-греческий словарь > залюбоваться

  • 36 караван-сарай

    α.
    πανδοχείο, κατάλυμο• των καραβανιών στην.Ανατολή.

    Большой русско-греческий словарь > караван-сарай

  • 37 любоваться

    -буюсь, -буешься
    ρ.δ. με δοτ. κ. αιτ. θαυμάζω, εντυπωσιάζομαι, μου αρέσει να κοιτάζω•

    любоваться природой θαυμάζω τη φύση•

    любоваться восходом солнца θαυμάζω την ανατολή του ήλιου.

    Большой русско-греческий словарь > любоваться

  • 38 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 39 ост

    α.
    1. η ανατολή.
    2. άνεμος ανατολικός.

    Большой русско-греческий словарь > ост

  • 40 посолонь

    επίρ. παλ. από ανατολή προς δύση (κατά τον ήλιο).

    Большой русско-греческий словарь > посолонь

См. также в других словарях:

  • ἀνατολῇ — ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολή — rising fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατολή — η 1. η εμφάνιση ενός αστέρα πάνω από τον ορίζοντα: Ο χρόνος ανατολής ενός αστέρα δεν είναι πάντα ο ίδιος. 2. το σημείο του ορίζοντα στο οποίο εμφανίζεται ο ήλιος σε έναν τόπο (βραχυγραφικά Α). 3. ως κύρ. όνομα, Ανατολή περιληπτική ονομασία για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών …   Dictionary of Greek

  • Ανατολή — Sp Anatòlė Ap Ανατολή/Anatoli L ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ανατολή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • ἀνατολῆι — ἀνατολῇ , ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολαῖς — ἀνατολή rising fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολαί — ἀνατολή rising fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολᾶν — ἀνατολή rising fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»