-
1 ανατολη
поэт. ἀντολή ἥ тж. pl.2) место восхода солнца, восток Aesch., Her., Plat., Polyb. ἀ. χειμερινή (тж. pl.) Plat., Arst. место зимнего солнцестояния3) начало, истоки(αἱ ἀνατολαὴ τοῦ Πάδου Polyb.)
4) возникновение, появлениеἡ τῶν ὀδόντων ἀ. Arst. — прорезывание зубов
-
2 ανατολή
-
3 ανατολή
-
4 ἀνατολή
{сущ., 10}1. восход;2. восток, место восхода солнца.Ссылки: Мф. 2:1, 2, 9; 8:11; 24:27 Лк. 1:78; 13:29; Откр. 7:2; 16:12; 21:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνατολή
-
5 ανατολή
{сущ., 10}1. восход;2. восток, место восхода солнца.Ссылки: Мф. 2:1, 2, 9; 8:11; 24:27 Лк. 1:78; 13:29; Откр. 7:2; 16:12; 21:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανατολή
-
6 ἀνατολῇ
восходеἀνατολὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνατολῇ
-
7 ἀνατολὴ
восходἀνατολῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνατολὴ
-
8 Ανατολή
η 1. Левёнт (восточное побережье Средиземного моря и страны этого побережья);2. ист. Анатолия -
9 ἀνατολή
1. восход; 2. восток, место восхода солнца.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνατολή
-
10 ἀνατολή
-
11 ανατολή
[анатоли] ουσ. Θ. восток.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατολή
-
12 ανατολή
[анатоли] ουσ θ восток. -
13 Άπω 'Ανατολή
η Дальний Восток -
14 Εγγύς Ανατολή
η Ближний Восток -
15 Μέση Ανατολή
η Средний Восток -
16 αντολη
-
17 ισημερινος
3равноденственный(ἀνατολή Arst.)
ὅ ἰ. κύκλος Arst., Plut. — экватор;ἥ ἰσημερινέ ζώνη Plut. — экваториальный, т.е. жаркий пояс -
18 άπω
επίρρ. далеко;η Άπω Ανατολή Дальний Восток; Άπω Μεσαίων ранний период средневековья -
19 εγγύς
επίρρ. вблизи, близко; рядом;§ η Εγγύς Ανατολή Ближний Восток -
20 ήλιος
ο1) прям., перен. солнце;τεχνητός ήλιος — горное солнце;
ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;
βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;
τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;
2) подсолнух;3) красавец, красавица;§ μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;
η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;
υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;
άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;
θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на
край света, я готов уехать к чёрту на рога;ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;
άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνατολῇ — ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολή — rising fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατολή — η 1. η εμφάνιση ενός αστέρα πάνω από τον ορίζοντα: Ο χρόνος ανατολής ενός αστέρα δεν είναι πάντα ο ίδιος. 2. το σημείο του ορίζοντα στο οποίο εμφανίζεται ο ήλιος σε έναν τόπο (βραχυγραφικά Α). 3. ως κύρ. όνομα, Ανατολή περιληπτική ονομασία για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών … Dictionary of Greek
Ανατολή — Sp Anatòlė Ap Ανατολή/Anatoli L ŠV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
Νέα Ανατολή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
ἀνατολῆι — ἀνατολῇ , ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολαῖς — ἀνατολή rising fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολαί — ἀνατολή rising fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολᾶν — ἀνατολή rising fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)