Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ανατολή

  • 41 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 42 разгореться

    -рюсь, -ришься ρ.σ.
    1. ανάβω, καίω καλά•

    костёр -лся η φωτιά άναψε καλά•

    сырые дрова насилу -лись τα χλωρά (υγρά) ξύλα με δυσκολία άναψαν.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    восток -лся η ανατολή κοκκίνισε•

    щёки от беготни -лись τα μάγουλα από το τρέξιμο κοκκίνισαν.

    3. μτφ. φλέγομαι, φλογίζομαι, ερεθίζομαι, ανάβω•

    сердце -лось η καρδιά φλογίστηκε•

    кровь -лась το αίμα άναψε.

    4. φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω•

    битва -лась η μάχη άναψε•

    страсти -лись τα πάθη άναψαν.

    εκφρ.
    глаза (и зубы) -лись – έτρεξαν τα σάλια (από μεγάλη επιθυμία).

    Большой русско-греческий словарь > разгореться

  • 43 рассвести

    -светт, παρλθ. χρ. рассвело; ρ.σ. απρόσ. φέγγω, ξημερώνω (για χρόνο πριν την ανατολή του ήλιου).

    Большой русско-греческий словарь > рассвести

  • 44 розоветь

    -ею, -ешь
    ρ.δ.
    1. ροδίζω•

    небо -еет перед восходом солнца ο ουρανός ροδίζει πριν την ανατολή του ήλιου.

    2. κοκκινίζω (από ντροπή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > розоветь

  • 45 Rise

    v. intrans.
    Get up from sitting, etc.: P. and V. νίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. ὀρθοῦσθαι, Ar. and P. ἐπανίστασθαι.
    Of an assembly: P. and V. νίστασθαι.
    Rise from one's seat in honour of a person: Ar. and P. πανίστασθαι (dat.) (Xen.).
    Rise from bed: P. and V. νίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. ἐπαντέλλειν (Æsch., Ag. 27).
    Awake: P. and V. ἐγείρεσθαι, ἐξεγείρεσθαι.
    Rise from the dead: P. and V. νίστασθαι, V. ἐξανέρχεσθαι.
    Go up: P. and V. νέρχεσθαι.
    Ascend: P. and V. αἴρεσθαι, νω φέρεσθαι.
    What shall I tell of first? The dust that rose to heaven? V. τί πρῶτον εἴπω πότερα τὴν ἐς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν; (Eur., Supp. 687).
    Of the sun, etc.: Ar. and P. νατέλλειν, P. ἀνίσχειν, V. νέρχεσθαι.
    Of ground: use P. μετέωρος εἶναι.
    Grow, increase: P. and V. αὐξνεσθαι, αὔξεσθαι, P. ἐπαυξάνεσθαι, Ar. and P. ἐπιδιδόναι, V. ὀφέλλεσθαι.
    When the price of corn rose: P. ὅτε ὁ σῖτος ἐπετιμήθη (Dem. 918, cf. 1208).
    Prices had risen: P. αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο (Dem. 1290).
    Come to pass: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν; see Occur.
    Come into being: P. and V. φαίνεσθαι, γίγνεσθαι, Ar. and P. ναφαίνεσθαι, V. ὀρωρέναι (perf. of ὀρνύναι).
    Rise in rebellion: Ar. and P. ἐπανίστασθαι.
    Rise against: Ar. and P. ἐπανίστασθαι (dat.).
    Of a river: P. ἀναδιδόναι (Hdt.).
    Rise in a place: use P. and V. ῥεῖν ἐκ (gen.).
    Of a wind: use P. and V. γίγνεσθαι (Thuc. 1, 54).
    Project: P. and V. προὔχειν, Ar. and P. ἐξέχειν; see Project.
    A black rock rising high above the ground: V. μέλαινα πέτρα γῆς ὑπερτέλλουσʼ ἄνω (Eur., Hec. 1010).
    ——————
    subs.
    Increase: P. ἐπίδοσις, ἡ.
    Growth: P. αὔξησις, ἡ.
    Origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Of the sun, etc.: P. ἀνατολή, ἡ, V. ἀντολή, ἡ, or pl.
    Of a star: P. ἐπιτολαί, αἱ.
    At sun rise: P. ἅμʼ ἡλίῳ ἀνέχοντι (Xen.), V. ἡλίου τέλλοντος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rise

  • 46 Sunrise

    subs.
    P. ἡλίου ἀνατολή, ἡ, V. ἡλίου ἀντολή, ἡ, or pl.
    At sunrise: P. ἅμʼ ἡλίῳ ἀνέχοντι (Xen.), V. ἡλίου τέλλοντος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sunrise

  • 47 şafak

    αυγή, ανατολή, ξημέρωμα, χάραμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şafak

  • 48 ascension

    1) ανάληψη
    2) ανατολή
    3) άνοδος

    Dictionnaire Français-Grec > ascension

  • 49 východ

    1) ανατολή
    2) διέξοδος
    3) έξοδος

    Česká-řecký slovník > východ

  • 50 východní

    1) ανατολή
    2) ανατολικός

    Česká-řecký slovník > východní

  • 51 wschodni

    1) ανατολή
    2) ανατολικός

    Słownik polsko-grecki > wschodni

См. также в других словарях:

  • ἀνατολῇ — ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολή — rising fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατολή — η 1. η εμφάνιση ενός αστέρα πάνω από τον ορίζοντα: Ο χρόνος ανατολής ενός αστέρα δεν είναι πάντα ο ίδιος. 2. το σημείο του ορίζοντα στο οποίο εμφανίζεται ο ήλιος σε έναν τόπο (βραχυγραφικά Α). 3. ως κύρ. όνομα, Ανατολή περιληπτική ονομασία για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών …   Dictionary of Greek

  • Ανατολή — Sp Anatòlė Ap Ανατολή/Anatoli L ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ανατολή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • ἀνατολῆι — ἀνατολῇ , ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολαῖς — ἀνατολή rising fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολαί — ἀνατολή rising fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολᾶν — ἀνατολή rising fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»