Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Άσκληπιός

См. также в других словарях:

  • Ἀσκληπιός — Asclepios masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκλήπιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ασκληπιός — ο ο θεός της ιατρικής και της υγείας στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АСКЛЕПИЙ —    • Άσκλήπιός, Άσκληπιός,          Aesculapius, греческий бог врачевания; по обыкновенному сказанию (Гесиод, Пиндар), сын Аполлона и Корониды, дочери царя лапифов Флегия. Аполлон, убив из ревности Корониду, отдал сына на воспитание кентавру… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀσκληπιοί — Ἀσκληπιός Asclepios masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιοῦ — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιούς — Ἀσκληπιός Asclepios masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιέ — Ἀσκληπιός Asclepios masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιῶν — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιῷ — Ἀσκληπιός Asclepios masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»