-
1 Ασκληπιοί
-
2 Ἀσκληπιοί
См. также в других словарях:
Ἀσκληπιοί — Ἀσκληπιός Asclepios masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Ασκληπιοί
2 Ἀσκληπιοί
Ἀσκληπιοί — Ἀσκληπιός Asclepios masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)