Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Άντίδωρος

См. также в других словарях:

  • Ἀντίδωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντίδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Λήμνιος (αρχές 5ου αι. π.Χ.). O μόνος Έλληνας που, αν και στρατολογήθηκε από τον Ξέρξη στη ναυμαχία που έγινε στους Αφέτες, αυτομόλησε προς τους Έλληνες. Γι’ αυτό και του χάρισαν γη στη Σαλαμίνα. 2. Ναυπηγός από… …   Dictionary of Greek

  • Ἀντιδώρου — Ἀντίδωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιδώρων — Ἀντίδωρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιδώρῳ — Ἀντίδωρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντίδωρον — Ἀντίδωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Parmeniskos group — is a conventional term distinguished by V.Grace (1956) to describe a type of pottery (amphorae) produced in Macedon during the 3rd century BC.The capital of Pella appears to be the epicenter for this group s production.Amphorae of this type were… …   Wikipedia

  • Σαννίδωρος — ὁ, Α περιπαικτικό παρωνύμιο τού Επικούρου αντί τού Αντίδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν (πρβλ. σάνν ας, σάνν ιον) + δωρος (< δῶρον)] …   Dictionary of Greek

  • Ἀντιδώρωι — Ἀντιδώρῳ , Ἀντίδωρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»