Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ὡρολογίων

См. также в других словарях:

  • ὡρολογίων — ὡρολόγιον an instrument for telling the time neut gen pl ὡρολογέω tell of the pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις …   Dictionary of Greek

  • παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»