-
1 ωρολογίων
ὡρολόγιονan instrument for telling the time: neut gen plὡρολογέωtell of the: pres part act masc nom sg (doric) -
2 ὡρολογίων
ὡρολόγιονan instrument for telling the time: neut gen plὡρολογέωtell of the: pres part act masc nom sg (doric) -
3 γνώμων
γνώμων, ονος, ὁ, 1) Kenn er, Beurtheiler; ϑεσφάτων Aesch. Ag. 1126; τῶν παραχρῆμα δι' ἐλαχί. στης βουλῆς Thuc. 1, 138; γλῶττα τούτων (τῶν αἰσϑήσεων) γνώμων ἐνειργάσϑη Xen. Mem. 1, 4, 5; in Athen der Aufseher der heiligen Oelbäume, B. A. p. 228; Lys. 7. 25; vgl. Harpocr. – 2) Zeiger an der Sonnenuhr, ὡρολογίων Plut.; die Sonnenuhr selbst, Her. 2, 109; die Wasseruhr, Ath. II, 42 b. – 3) der Kennzahn, an dem man das Alter der Pferde u. Esel erkennt, Poll. 1, 182; Xen. de re equ. 3, 1; Arist. H. A. 6, 23. – 4) Richtschnur, καὶ στάϑμη Theogn. 543; καὶ κανὼν τοῦ βίου Luc. Hermot. 76; vgl. Harmon. 3; Winkelmaaß, Arist. Categ. 14, 4. Bei Euclid. def. 2 das eine Diagonal-Parallelogramm mit den beiden Complementen, welche zusammen das andere Diagonal-Parallelogramm zum Ganzen ergänzen. So auch von Zahlen, welche ein Quadrat zum nächst höheren ergänzen, vgl. Ast Theol. arithm. 285 u. Böckh Philol. p. 143.
-
4 γνωμων
- ονος ὅ1) знаток(γλῶττα γ. γλυκέων καὴ δριμέων Xen.; ὄσφρησις γ. τῆς δυνάμεως τῶν χυμῶν Plut.)
τῶν παράχρημα κράτιστος γ. Thuc. — мастер принимать решения в непредвиденных обстоятельствах2) истолкователь(θεσφάτων Aesch.)
3) ( в Афинах) смотритель, инспектор, ревизор Lys.4) стрелка солнечных часов(ὡρολογίων Plut.)
5) гномон, солнечные часы Her., Plut., Diog.L.6) угольник, линейка Arst.7) норма, правило8) возрастной признак (т.е. зуб, по которому узнают возраст лошадей или ослов) Xen., Arst. -
5 часовой
часов||ой Iприл1. (длящийся час, получаемый за час) ὠριαίος, τής ὠρας, ! μιας ὠρας:\часовойа́я беседа συζήτηση ἐπί μιαν ῶρα· \часовойая оплата πληρωμή μέ τήν ὠρα·2. (относящийся к часам) τοῦ (ώ)ρολογίου:\часовойая стрелка ὁ ὠροδείκτης· \часовойо́й механизм ὁ μηχανισμός τοῦ ὠρολο-γιοῦ· \часовой магазин τό ὠρολογοποιεῖον, τό ὠρολογάδικο· \часовой мастер, \часовойых дел мастер ὁ ὠρολογϋς, ὁ ὠρολογοποιός· \часовой завод τό ἐργοστάσιο ὠρολογίων, τό ὠρολογο-ποιεῖο[ν].часовой IIм ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ. -
6 επισκευή
-
7 часы
-ов πλθ. ωρολόγι•золотые часы χρυσό ωρολόγι•
карманные часы ωρολόγι της τσέπης•
ручные часы ωρολόγι του χεριού•
стенные часы ωρολόγι του τοίχου•
производство -ов παραγωγή ωρολογιών.
εκφρ.как часы – σαν το ωρολόγι (ακρίβεια, ακριβώς• κανονικότατα).
См. также в других словарях:
ὡρολογίων — ὡρολόγιον an instrument for telling the time neut gen pl ὡρολογέω tell of the pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις … Dictionary of Greek
παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… … Dictionary of Greek