-
1 ὑδάτων
водводами водахΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑδάτων
-
2 καθαγιασμός των υδάτων
καθαγιασμός των υδάτων οосвящение вод – литургическое действие, согласно которому священник в праздник Богоявления трижды опускает крест в воду (в море, озеро или реку)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > καθαγιασμός των υδάτων
-
3 αρυω
1) тж. med. черпать(ἀπὸ τῆς φιάλης Xen.; med. ἀπὸ ποταμοῦ Hes., Xen. и ἐκ ποταμοῦ Plat.; ὑδάτων Her.; ὑδάτων πῶμα Eur.; ἀγγείῳ Plut.)
ἐκ Διὸς ἀ. Plat. — получать вдохновение от Зевса;ἀρύσασθαι μαντικῆς Plut. — преисполниться пророческим даром2) med. захватывать, собирать(τὸν Γαλατικὸς πλοῦτον Plut.)
-
4 ακεσιμος
-
5 αντιπεριωσις
-
6 γλυκυτης
- ητος ἥ1) сладкий вкус, сладость(τοῦ τοῦ λωτοῦ καρποῦ Her.; συκώδης Arst.)
2) пресность(ὑδάτων Diod.)
3) сладость, наслаждение, радость(τοῦ ζῆν Arst.)
4) ласковость, кротость(τῆς νουθεσίας Plut.)
-
7 διψαω
(inf. διψῆν)1) томиться жаждой, хотеть пить Hom., Aesch., Arst.2) жаждать, страстно желать(ἄλλου Pind.; ἐλευθερίας Plat.; φιλοσοφίας Arst.; τιμῆς Plut.; τἢν δικαιοσύνην NT.)
-
8 ελυτρον
τό1) футляр, чехол(τοῦ δόρατος Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.)
2) оболочка, покров(τὰ ὄμματα ἔχει ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ ἔξω ἔ. Plat.)
3) поэт. бренная оболочка, тело(γαῖα, λαβ΄ Ἀδμήτου ἔ. Luc.)
4) вместилищеἔ. τοῦ ὕδατος или τῶν ὑδάτων Her. — водоем, бассейн
5) зоол. надкрылье -
9 εμφρασσω
атт. ἐμφράττω1) заграждать, преграждать, запирать(αἱ νῆες τὸ μεταξὺ ἐμφράξασαι Thuc.; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb.; τέν διέξοδον Plut.)
ἐμφράξαι ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aeschin. — отвести наказания (встречными) обвинениями;ἐμφράξειν τὰς βοηθείας τινός Diod. — отрезать путь чьим-л. вспомогательным войскам2) затыкать(πόρους Arst., Polyb.; στόμα Dem., Plut.; med. τὸ κεχηνὸς τοῦ πίθου Luc.)
3) разгораживать, разобщать -
10 εξανιημι
(fut. ἐξανήσω, pf. ἐξανῆκα)1) выпускать(φῦσαι ἀϋτμέν ἐξανιεῖσαι Hom.)
2) (тж. ἐ. γαστρός Pind.) производить на свет, рождать(τινά и τι Eur.)
3) метать, бросать(θύρσους χερων Eur.)
4) проливать(αἷμα Eur.)
5) изливать, заставлять течь(κρήνην οἴνου Eur.)
6) испускать, произносить(ἀράς τινι Soph.)
7) выпускать из рук, т.е. не быть в состоянии покорить(τοὺς βαρβάρους Eur.)
8) испускать, испарять, выдыхать(βαρεῖαν ἀναθυμίασιν Plut.)
9) ослаблять или отбрасывать прочь(ἀρετήν Plut.)
10) med. ослаблять, отпускать, развязывать(ἱμάντων στροφίδας Eur.)
; med.-pass. становиться расслабленным, вялым11) ослабевать, уменьшатьсяἁνίκ΄ ἐξανείη δακέθυμος ἄτα Soph. — когда успокаивалась мучительная боль;
ὀργῆς ἐξανείς Eur. — смирив свой гнев12) выходить на поверхность (земли), появляться(ὑδάτων ἐπιγενομένων ἐξανίησι ὅ χαλκός Arst.)
-
11 εξαυαινω
1) высушивать(τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.)
2) pass. сохнуть, увядать(τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.)
; чахнуть(παιδάριον ἐξαυαίνεται Arph.)
-
12 επαντλησις
- εως ἥ наливание -
13 ευαλδης
21) пышно растущий, разросшийся(πόντου φῦκος Anth.)
2) оплодотворяющий, питательный(τὰ ἀστραπαῖα τῶν ὑδάτων Plut.)
-
14 ευκαιρια
ἥ1) удобный случай, надлежащий момент, подходящее время2) благоприятное положение(τῶν πόλεων Polyb.)
3) благосостояние, богатство, довольство(κεκολακευκέναι εὐκαιρίαν τινός Polyb.)
κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας Polyb. — в зависимости от имущественного положения4) влияние, сила5) обилие(ὑδάτων Diod.)
-
15 ευροια
ἥ1) плавное течение, беспрепятственное стекание(ὑδάτων Plat.)
εὔ. τῶν φλεβῶν Arst. — свободный проток (крови) по жилам2) плавная речь, поток красноречия Plat.3) благополучный ход, счастливое течение(τῶν πραγμάτων Polyb.)
εὔ. βίου Diog.L. — счастливая жизнь -
16 εφυπερθε
-
17 εφυπερθεν
-
18 ξυστασις
- εως, дор. ιος ἥ1) составление(τῶν ῥήσεων Plat.)
ἥ σ. τῆς ἐπιβουλῆς Polyb. — составление плана2) сочетание, расположение(τῶν πραγμάτων Arst.)
3) состояниеξ. τῶν φρενῶν Eur. — душевное настроение
4) развитие, укрепление(αἱ συστάσεις τῶν σωμάτων Plat.)
5) строительство, постройкаλιθολόγοι τινὸς ἀρχόμενοι συστάσεως Plat. — каменщики, приступающие к какой-л. постройке
6) организация, устройство (sc. τῆς πόλεως Plat.)σ. τοῦ κόσμου Plat. и ἥ τῶν ὅλων σ. Diod. — мироздание;
ἥ τῆς ψυχῆς σ. Plat. — душевная организация7) склад, характер или выражениеπροσώπου σ. Plut. — выражение лица
8) ( в драме) стечение обстоятельств, ситуация Arst.9) представление, рекомендацияπατρικέν ἔχειν σύστασιν Plut. — иметь рекомендацию отца;
τῷ Θεμιστοκλεῖ ἥ πρὸς τὸν βασιλέα σ. ἐγένετο Plut. — Фемистокл был представлен царю10) столкновение, стычка, бой Plat., Plut.ἐν τῇ συστάσι μάχεσθαι Her. — участвовать в сражении;
ξύστασιν τῆς γνώμης ἔχειν Thuc. — претерпевать душевную борьбу, быть в душевном смятении11) составἐξ ὕλης σύστασιν ἔχειν Plut. — иметь материальный состав, обладать материальной природой
12) возникновение, образование(συστάσεις πνευμάτων Diod.)
ὅ Εὐφράτης τέν ἀρχέν λαμβάνει τῆς συστάσεως ἐξ Ἀρμενίας Diod. — Эвфрат берет начало в Армении13) соединение, сочетание(ἀμφοτέρων λόγων Plat.)
αἱ συστάσεις τῶν ὑδάτων Diod. — водоемы14) сборище, группа, толпа(πυκναὴ συστάσεις Eur.)
κατὰ ξυστάσεις γενέσθαι Thuc. — разбиться на группы15) политический союз(ἐθνικαὴ συστάσεις Polyb.)
16) дружественная связь, дружба(πρός τινα Plut.)
17) тайный союз, заговор или восстание(ἐπί τινα Plut.)
18) сгущение, уплотнение, отвердение(ὑγρότητος Plut.)
19) твердость, плотность(πῆξις καὴ σ. Plut.)
20) вещество, материя(ἥ ὑγρὰ σ. Arst.)
-
19 ολισθημα
- ατος τό1) скользкое место, круча(κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.)
ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. — водная гладь2) перен. преткновение, источник гибели(πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὴ νόσημα Plut.)
τὰ καθ΄ ἕκαστον ὀλισθήματα καὴ πάθη Plut. — прегрешения и проступки отдельных лиц -
20 ποτιμος
21) годный для питья, питьевой(ὕδατα Her.)
τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb. — питьевая, т.е. пресная вода;κρήνη π. Polyb. — источник с годной для питья водой2) приятный, кроткий, мягкий(λόγος Plat.; βασιλεία Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑδάτων — ὕδωρ water neut gen pl ὑ̱δάτων , ὑδατόω to be liquid imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑ̱δάτων , ὑδατόω to be liquid imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑδατόω to be liquid imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑδατόω to be liquid imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
υδρογραφία — Κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη των θαλάσσιων και χερσαίων υδάτων. Η υ. πρόσφατα, περιορίστηκε στη μελέτη μόνο των χερσαίων υδάτων (λιμνών, ποταμών, ελών κλπ.), δεδομένου ότι με τα νερά των ωκεανών και θαλασσών γενικά ασχολείται η… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek