-
81 χιονόβλητος
χῐονό-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιονόβλητος
-
82 ἀκμής
A untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant. 353;πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526
(Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1. -
83 ἀστερόφοιτος
ἀστερό-φοιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερόφοιτος
-
84 ἐκκρεμάννυμι
A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.) ;τι ἔκ τινος Ar.Eq. 1363
;λίθον τοῦ ποδός AP11.100
(Lucill.) ;τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5
.II [voice] Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., , cf. Luc.Tox.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκρεμάννυμι
-
85 ἐντός
I Prep. c. gen., which mostly follows, but may precede,τείχεος ἐ. Il.12.380
, al., cf.Ἀρχ. Ἐφ. 1920.33
([dialect] Boeot., V B.C.);ἐ. Ὀλύμπου Hes.Th.37
;στέρνων ἐ. A.Ag. 77
(anap.);σ' ἔθρεψεν ἐ... ζώνης Id.Eu. 607
; ἐ. ἐμεωυτοῦ in my senses, under my own control, Hdt.7.47;ἐ. ἑωυτοῦ γίνεσθαι Id.1.119
, cf.Hp. Epid.7.1;ἐ. ὢν εἰπεῖν αὑτοῦ D.34.20
;ἐ. τῶν λογισμῶν Plu.Alex.32
; ἐ. ὑμῶν in your hearts, Ev.Luc.17.21;τῶν μαθημάτων ἐ. Dicaearch.1.30
;γραμμάτων ἐ. Sor.1.3
;ἐ. εἶναι τῶν συμβαινόντων παθῶν
acquainted with,Chrysipp.Stoic.
3.120; ἐ. τοξεύματος within shot, E.HF 991, X. Cyr.1.4.23; οὐδ' ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν not within a great distance, Pl.Smp. 195b, cf. Th.2.77; ἐ. ποιεῖν put within,τῶν τειχῶν Id.7.5
;ἐ. ποιεῖσθαι τῶν ἐπιτάκτων Id.6.67
;ἐ. πλαισίου ποιησάμενοι X.An.7.8.16
; of troops, ἐ. αὐτῶν within their own lines, ib.1.10.3: also with Verbs of motion,τείχεος ἐ. ἰόντες Il.12.374
;πύργων ἔπεμψεν ἐντός E.Tr.12
.2 within, i.e. on this side,ἐ. Ἅλυος ποταμοῦ Hdt.1.6
, cf. 8.47, Th.1.16; ἡ ἐ. Ἱσπανία, = Lat. Hispania Citerior, Plu.Cat.Ma.10;ἐ. τοῦ Πόντου Hdt.4.46
;ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c
; ἐ. τῶν μέτρων τετμημένον μέταλλον within the bounds of the adjacent property, an encroachment, Hyp.Eux.35;τῶν μέτρων ἐ. D.37.36
; also ἐ. τῶν πρῳρέων.. καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ between.., Hdt.7.100.3 of Time, within,ἐ. οὐ πολλοῦ χρόνου Antipho 5.69
;ἐ. εἴκοσιν ἡμερῶν Th.4.39
, cf. IG12.114.40, etc.;ἐ. ἑξήκοντ' ἐτῶν Amphis 20.2
; ἐ. ἑσπέρας short of, i.e. before, evening, X.Cyn.4.11; ἐ. ἑβδόμης before the seventh of the month, Hsch.; οἱ τῆς ἡλικίας ἐ. γεγονότες short of manhood, Lys.2.50; τῆς πρεπούσης ἐ. ἡλικίας within the fitting limits of age, Pl.Ti. 18d.4 with Numbers, ἐ. εἴκοσιν [ἐτῶν] under twenty, Ar.Ec. 984; ἐ. δραχμῶν πεντήκοντα within, i.e. under.., Pl.Lg. 953b.5 of Degrees of relationship, ἐ. ἀνεψιότητος within the relationship of cousins, nearer than cousins, ib. 871b, Lexap.D.43.57.II Adv. within,ἐ. ἐέργειν Il.2.845
, Od.7.88;χώρην ἐ. ἀπέργειν Hdt.3.116
;ἐ. ἔχειν τινάς Th.7.78
; ἐ. ποιῆσαι or ποιήσασθαι, Id.5.2, 6.75: freq. with the Art., ἐκ τοῦ ἐ., = ἔντοσθε, Id.2.76; τὰ ἐ. the inner parts of the body (of ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα), ib.49, cf. Pl. Prt. 334c, etc.; τοὐντός, opp. τοὔξω, S.Ichn.302;ἐ.
in the Mediterranean,Arist.
Mu. 393a12. -
86 ἠχέω
I intr., sound, ring, peal,ἠχεῖ δὲ κάρη.. Ὀλύμπου Hes.Th.42
;ὅταν ἀχήσῃ πολιὸς βυθός Mosch.Fr.1.4
;ἀχοῦσι προσπόλων χέρες E.Supp.72
(lyr.); of metal,ἠχέεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Hdt.4.200
;τὰ χαλκία πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Pl.Prt. 329a
, cf. Men.66.4; of the grasshopper, chirp, Alc.39, Theoc.16.96; of the ears, tingle,ἠχήσει τὰ ὦτα LXX 1 Ki.3.11
; διὰ τί ἠχεῖ ἢ διὰ τί ἐμφαίνεται; impers., of anecho, Arist.AP0.98a27.II c. acc. cogn., ἀχεῖν ( ἰαχεῖν codd.) ὕμνον to let it sound, A.Th. 869 (lyr.); ; ; (lyr.); χαλκέον ἄχει sound the cymbal! Theoc.2.36; ἐφεξῆς ἠχοῦντα αὐτά (sc. τὰ φωνήεντα) Demetr.Eloc.71: —[voice] Med., ἀχεῖσθαί τινα to sound his praises, dub. in Pi.Fr.75.19:— [voice] Pass., ἠχεῖται κτύπος a sound is made, S.OC 1500. (Cf. sq.) -
87 πύλη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πύλη
-
88 νέος
νέος, α, ον, neu; zunächst (a) von Menschen: jung, im Ggstz von παλαιός; ein bestimmtes Alter nicht bezeichnet, bis in die dreißiger Jahre; νέοι, Jünglinge; öfter = die junge Mannschaft der Soldaten; auch εὖτ' ἂν τὸ νέον παρῇ, die Jugend, Jugendblüte; ἀνϑρώποις νέοις, jungen Leuten; ἡμεῖς γὰρ ἔτι νέοι, ὥςτε τοσοῦτο πρᾶγμα διελέσϑαι, wo wir sagen 'wir sind noch zu jung'; μὴ νεωτέρους πεντήκοντα ἐτῶν, jünger als 50 Jahre; εὐϑὺς ἐκ νέου, von Jugend auf; (b) auch von anderen Dingen, wie Pflanzen; (c) von Zuständen: neu, frisch, sowohl das noch nicht Dagewesene, als das noch nicht lange Daseiende bezeichnend; νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ' Ὀλύμπου, neue Herrscher; τοὺς νέους ϑεούς, von Zeus u. seinem Hause, im Ggstz der alten Titanen; was Neues; ἐδόκει τι νέον ἔσεσϑαι, mit dem Nebenbegriffe des Unerwarteten, Befremdenden; bes. im compar., νεώτερόν τι ποιέειν, Neuerungen machen; gew. von Neuerungen im Staate; (d) ἡ ' μπειρία ἔχει τι λέξαι τῶν νέων σοφώτερον, so wird auch sonst das Jugendliche nicht bloß als unerfahren ( νέος περὶ λόγους), sondern auch als das Leidenschaftliche, Übereilte bezeichnet. Adverbial wird νέον gebraucht, neuerlich, jüngst, nur eben; ἐκ νέης adverb., von neuem
См. также в других словарях:
Ὀλύμπου — Ὄλυμπος sky masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανατολικού Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (9.374 κάτ.) του νομού Πιερίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Λεπτοκαρυάς, Παντελεήμονος, Πλαταμώνος, Πόρων και Σκοτίνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η Λεπτοκαρυά … Dictionary of Greek
Κάτω Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (4.375 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Πυργετού, Αιγάνης, Κρανέας και Ραψάνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Πυργετός … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Λιτόχωρο — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 6.697 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Ολύμπου, 23 χλμ. Ν της Κατερίνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Τη νύχτα της 15ης 16ης Φεβρουαρίου… … Dictionary of Greek
Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… … Dictionary of Greek