-
1 εκκρεμαμαι
1) быть подвешенным, висеть(τινος Plat.)
2) цепляться, т.е. быть привязанным, преданным(ἔκ τινος Plat. и τινος Plut.)
ἑτέρης ἐλπίδος ἐ. Anth. — лелеять другую надежду;ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων NT. — он слушал его с неослабевающим вниманием -
2 εκκρέμαμαι
-
3 ἐκκρέμαμαι
-
4 ἐκκρέμαμαι
-
5 ἐκκρέμαμαι
A hang, be suspended, v.l. in Hp.Art.76 ;τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαμένην ἀποσεισάμενος Luc.Tox.61
: c. gen., hang from, Pl. Ion 536a.II depend upon,ἐξ ἐπιθυμιῶν Id.Lg. 732e
;τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12
;ἐλπίδος AP9.411
(Maec.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκρέμαμαι
-
6 ἐκκρέμαμαι
ἐκ-κρέμαμαι, daran, davon herabhangen; übertr., abhangen; ἐλπίδος ἐκκρέμαται, er hängt sich an eine Hoffnung, gibt sich ihr hin -
7 ἐκ-κρήμνημι
ἐκ-κρήμνημι, = ἐκκρεμάννυμι; ἐκκρημνὰς τὴν δέλτον παρὰ τὴν ὁδόν Iambl. v. Pyth. 238. – Pass., = ἐκκρέμαμαι; ἐκκρήμνασϑε πέπλων, d. i. ergreifet, Eur. Herc. Fur. 520; νῠν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσϑα, wir lassen unsere Hände haften, fassen an, Ion 1612.
-
8 ἐκκρεμάννυμι
A hang from or upon a thing, Hp.Art.22 (dub.) ;τι ἔκ τινος Ar.Eq. 1363
;λίθον τοῦ ποδός AP11.100
(Lucill.) ;τινὰ ἐξ Ὀλύμπου Apollod.1.3.5
.II [voice] Pass., like ἐκκρέμαμαι, hang on by, cling to, c. gen., , cf. Luc.Tox.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκρεμάννυμι
-
9 ἐκκρήμναμαι
A = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76 : c. gen., E.HF 520 ; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id. Ion 1612 :—later in [voice] Act. part. ἐκκρημνάς or- κριμνάς
hanging up,Iamb.
VP33.238.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκρήμναμαι
-
10 ἐκκρήμνημι
ἐκ-κρήμνημι, = ἐκκρεμάννυμι. Pass., = ἐκκρέμαμαι; ἐκκρήμνασϑε πέπλων, d. i. ergreifet; νῠν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσϑα, wir lassen unsere Hände haften, fassen an
См. также в других словарях:
εκκρέμαμαι — ἐκκρέμαμαι (Α) 1. είμαι κρεμασμένος 2. εξαρτώμαι από κάτι … Dictionary of Greek
ἐκκρέμαμαι — ἐκκρεμάννυμι hang from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)