-
61 παρηορος
-
62 σειραιος
-
63 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
64 πρόσκειμαι
A v. κεῖμαι), serving as [voice] Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V. 142, cf. E.Ph. 739; δοκοὶ τῷ τείχει.. προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent,τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2
, etc.; ὁ προσκείμενος [ ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El. 722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος ( ὁ καλός ap. Stob.)τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15
.3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul. 109, Mul.1.37.II generally, to be involved in or bound up with,εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El. 240
(lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib. 1040; ; cf. infr. 111.2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61;τῷ δήμῳ Th.6.89
, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god,τῷ Διονύσῳ D.C.51.25
; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj. 407 (lyr.);ταῖς ναυσί Th.1.93
, cf. 8.89;τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph. 254a
;τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10
;τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.
;θειασμῷ Th.7.50
, Plu.Nic.4.3 urge, entreat, solicit,Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123
; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες .. X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr. 543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18;δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33
.b in military sense, press hard, pursue closely,ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57
, cf. 40,60;ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33
, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; : metaph.,ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr. 240e
: rarely c. acc., (s.v.l.).III to be assigned to, fall to, belong to,τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118
, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities,τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant. 1243
;βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr. 102
;ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh. 266
; ; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to.., A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, , cf. 1.119;ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel. 443
;ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh. 107
; of punishments,προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21
(sed leg. προκ-).2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039;ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl. 483
;κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh. 162
;π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap. 30e
; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by.., S.Ant.94;ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196
: abs.,ἡ χάρις προσκείσεται S.OT 232
; ; αἱ γραφαὶ (of νώ)οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12
; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN 1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί .. Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.4 in Logic, to be added as a determinant (v.πρόσθεσις 111.2
),τὸ προσκείμενον Arist.Int. 21a21
; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr. 30a1, Metaph. 1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU 388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκειμαι
-
65 ἀέθλιος
A gaining the prize, or running for it, ἵππος καλὴ καὶ ἀεθλίη a race-horse, Thgn.257;ἵππος ἀέθλιος Call.Del. 113
:—[var] contr. ἄθλιος (q.v.) only in a restricted sense.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀέθλιος
-
66 ἱπποσύνη
A the art of driving the war-chariot: generally, driving, horsemanship,ἱπποσύνῃ.. πεποιθώς Il.4.303
, cf. 11.503;ἔξοχοι ἱπποσύνᾳ Simon.108
( = IG12.946): in pl.,λελασμένος ἱπποσυνάων Il.16.776
, Od.24.40;ἱπποσύνας ἐδίδαξαν Il.23.307
.II = ἵππος 11, horse, cavalry, Orac. ap. Hdt.7.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποσύνη
-
67 ἴκκος
-
68 δάμνημι
Grammatical information: v.Meaning: `tame, subdue, conquer', esp. of horses.Other forms: 3. sg. also δαμνᾳ̃ (for Aeol. δάμνᾱ, Schwyzer 694), aor. δαμάσ(σ)αι, intr. δαμῆναι, perf. δέδμημαι (Il.); to δαμάσ(σ)αι new present δαμάζω (A.), fut. δαμάσσω, 3. sg. δαμᾳ̃ (Il.), aor. Pass. δαμα-σ-θῆναι (Il.), also (after δέδμημαι) δμηθῆναι (Il.)Compounds: ὑπο-. as first member in δάμν-ιππος (Orph.)Derivatives: δμητήρ ( ἵππων) `tamer' (h. Hom., Alkm.), f. δμήτειρα (Il.), δμῆσις ( ἵππων) `taming' (Il.); ἀ-δμής, - τος f. m. `untamed, unmarried' (Od.), also ἄ-δμη-τος `id.' (Il.) and ἀ-δάμα-σ-τος (Il.), ἀ-δάμα-τος (trag.), δμᾱτέα (Dor.). δαμαστέα H.; on ἀδάμας s. s. v. - Isolated δαμα- and δαμν-: Δαμαῖος `tamer' of Poseidon (Pi.), δαμάτειρα (AP), παν-δαμάτωρ `alltamer' (Il.), late f. πανδαμάτειρα; δάμασις and δαμαστικός (sch.), δαμάστης ([Epich.] 301 [?], gloss.); δαμνῆτις δαμάζουσα, τιμωρός; δάμνος ἵππος. Τυρρηνοί H. - δαμασώνιον and δαμναμένη plant names (Dsc., Ps.-Dsc.; for love, Strömberg Pflanzennamen 92). - On δαμάλης s. s. v. Not here δμώς, s. v.Etymology: The present δάμνημι, Aeol. δάμνᾱμι agrees with OIr. damnaim `bind, tame (horses)' from *dm̥-n-eh₂-mi, from a disyllabic root * demh₂- seen in δαμά-σαι, where *δεμα- was reshaped to δαμα-, partly after - δαμο- \< * dmh₂-o ; zero grade *dm̥h₂- in δμη-θῆναι (Dor. δμᾱ-). Many representatives (note Hitt. damaš-zi `he forces, urges'). Note παν-δαμάτωρ = Lat. domitor, Skt. damitár-; they may be independent parallel formations. As second member in compounds ἱππό-]δαμος (Il.) = Skt. ariṃ-] dama- `conquering the enemy' (from * domh₂-o-?); ( ἄ-)δμητος: Skt. dāntá- from *dm̥h₂-to- (independent Lat. domitus). - The old presents Lat. domāre = Skt. damāyáti and OHG zamōn, Goth. ga-tamjan, NHG zähmen = Skt. damáyati are not found in Greek. - Not to the old word for `house' (s. δόμος and δεσπότης).Page in Frisk: 1,346Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάμνημι
-
69 πρόβατον
πρόβατον, τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das Schaf, eigtl. aber und ursprünglich alle vierfüßigen Thiere, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ διπλῆ, ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισϑίας, καϑὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνϑρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Thiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς πολύς, χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσϑέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort πρόβατον außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein πρόβατον, Simonides aber habe einen Stier πρόβατον genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Thiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; ϑύουσι δὲ καὶ τἆλλα πρόβατα καὶ ἵππ ους μάλιστα, 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt βοῦς, ἵππος, κάμηλος, ὄνος, 1, 133, τὰς βοῠς τὰς ϑηλέας προβάτων πάντων μάλιστα μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort πρόβατον gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. Schafe; Plat. vrbdt οἷον βοῦς καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ βοῦς καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσϑαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον παρέξω, Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38.
-
70 προς-τάσσω
προς-τάσσω, att. - ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προςταχϑέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε ἕκαστος οἷ προςτάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ πρός τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προςετετάχατο Φαρναζάϑρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προςτάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῠτο προςτεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόςτασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προςταχϑὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ προςτάσσω μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προςτετάχϑαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προςετέτακτο ἵππος, es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προςτεταγμένον, τὰ προςταχϑέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προςταχϑέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. οὕτως ἐξ Ἀλεξάνδρου προςτεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ ἔργον προςτάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προςτάττοι τὸ ἐνύπνιον ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ ἀποδημία ἡ νῦν ἐμοὶ προςτεταγμένη, 67 c; τὰ προςταχϑέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προςτετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
-
71 παρά-σειρος
παρά-σειρος, neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. ἵππος, das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. σειραφόρος), Ggstz von ζύγιος, Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ παράσειρος, Eur. Or. 1017; – παρασείρους καϑίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für παράσειον.
-
72 πεντακόσιοι
πεντακόσιοι, fünfhundert, Her. 6, 13 u. Folgde überall. Bei Collectivis auch im sing., wie πεντακοσία ἵππος, fünfhundert Mann Reiterei, Long. 3, 1.
-
73 πεδάω
πεδάω (s. πέδη;, fesseln, binden, festbinden, ϑύρας, Od. 21, 391; festhalten, hemmen, δόλῳ ἅρμα πεδῆσαι. Il. 23, 585, γυῖα, 13, 435, νῆα ἐνὶ πόντῳ, Od. 13, 168; u. bes. von den Göttern, welche die Vernunft u. den freien Willen der Menschen fesseln u. zu unfreiwilligen Handlungen zwingen, Διώρεα Μοῖρ' ἐπέδησε Il. 4, 517, Ἕκτορα δ' αὐτοῠ μεῖναι ὀλοιὴ Μοῖρ' ἐπέδησεν 22, 5, zwang ihn zu bleiben, πέδησε δὲ καὶ τὸν Ἀϑινη – δαμῆναι Od. 18, 155, vgl. 3, 269; ὅςτις μ' ἀϑανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύϑου, 4, 380. 469; ἐμὲ ἀλγεσι ϑεοὶ πεδάασκον, 23, 353; mit doppeltem accus., ὅς μ' ἐπέδησε βλέφαρα ἀμφικαλύψας, Od. 23, 17, vom Schlafe, wenn man nicht besser den accus. βλέφαρα vom partic. ἀμφικ. abhängig macht; Pind. πέδασον ἔγχος, Ol. 1, 76; ἵππος ἅρμ' ἐπέδα, P. 6, 32; δόλῳ νιν πεδᾰσαι, N. 5, 26; πεδήσασ' ἀνὁρα δαιδάλῳ πέπλῳ, Aesch. Eum. 605; vom Schlafe Soph Ai. 661; in Prosa, τὸν μούναρχον πεδήσας Her. 6. 23, καϑ' ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηϑεὶς δύναμιν, im Gebrauche des Verstandes gehemmt, Plat. Tim. 71 e; Folgde.
-
74 πεδ-ᾱωριστής
πεδ-ᾱωριστής, ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.
-
75 ποτάμιος
-
76 πομπικός
-
77 στατός
-
78 στερνο-βρῑθής
στερνο-βρῑθής, ές, mit starker Brust, ἵππος, Polyaen. 4, 7, 12, Conj. für σϑενοβριϑής.
-
79 σταδιευτής
σταδιευτής, ὁ, = σταδιεύς, ἵππος, Rennpferd, Nicet.
-
80 σταδιεύς
σταδιεύς, ὁ, wie σταδιοδρόμος, der im Stadion Wettlaufende, auch ἵππος, das Rennpferd, in der Ueberschrift von Pind. Ol. 13. 14 P. 11 N. 8; Pol. 40, 1, 1; Lucill. 44 (XI, 163) u. sonst.
См. также в других словарях:
Ἵππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππος — horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… … Dictionary of Greek
δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)