-
1 ποτάμειος
-
2 ποτάμειος
ποτάμειος, von od. aus dem Flusse -
3 ποταμηΐς
-
4 ποταμήϊος
-
5 ποτάμιος
См. также в других словарях:
ποτάμειος — ον, Α βλ. ποτάμιος … Dictionary of Greek
ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek