-
1 Ίπποι
-
2 Ἵπποι
-
3 Ιπποί
-
4 Ἱπποί
-
5 ίπποι
-
6 ἵπποι
-
7 ιπποί
-
8 ἱπποί
-
9 ἵππος
ἵππος, ὁ,A horse, ἡ, mare, most freq. fem. in Poets; in fullθήλεες ἵπποι Il.5.269
;ἵπποι θήλειαι 11.680
, Od.4.635;ἄρσενες ἵπποι 13.81
, cf. Hdt.3.86, Pl.Hp.Ma. 288b: pl., ἵπποι team of chariot-horses, Il.16.370, al.: freq. in dual, 5.237, 8.41, al.: hence, of the chariot itself, ἀφ' ἵπποιιν, ἀφ' ἵππων, from the chariot, Il.5.13,19,al.; καθ' ἵππων ἆλτο, ἐξ ἵππων βῆσε, ib. 111, 163; ἵππων ἐπιβησόμενος intending to mount his chariot, ib.46; opp.πεζοί, πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.14.267
, cf. 9.49;ἵπποι τε καὶ ἀνέρες Il.2.554
;λαός τε καὶ ἵπποι 18.153
; of riders,νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον Hes.Sc. 286
; freq. of race-horses,ἵ. ἀκαμαντόποδες Pi.O.3.4
;ἀελλόποδες Simon.7
;ἀθληταί Lys.19.63
: metaph., ἁλὸς ἵ., of ships, Od.4.708, cf. Secund. Sent.17.2 the constellation Pegasus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.12, Ptol.Tetr.27, Vett.Val.12.11.3 title of Hecate in the Mithraic cult, Porph.Abst.4.16.4 perh. an instrument of torture, Lat. eculeus, Plu.Luc.20(pl.).II as Collective Noun, ἵππος, ἡ, horse, cavalry, ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵ. Hdt.5.64, etc.: always in sg., even with numerals, ἵ. χιλίη a thousand horse, Id.7.41; μυρίη ibid.; μυρία, τρισμυρία, A.Pers. 302, 315; ἡ διακοσία ἵ. Th.1.62;ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν X.Cyr.4.6.2
.III a sea-fish, Antim. et Numen. ap. Ath. 7.304e; but ὁ ἵ. ὁ ποτάμιος the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA 502a9;ὁ ἵ. τοῦ Νείλου Ach.Tat.4.2
.b pudenda muliebria et virilia, Hsch.V a complaint of the eyes, such that they are always winking, Gal.16.611,al. (also in Hp., acc. to [Gal.]19.436).VI title of ministrants ('chuckersout') in certain religious ceremonies, IG22.1368.144 (Athens, ii A.D.), 3.1280a.VII in compds., to express anything large or coarse, as in our horse-chestnut, horse-laugh, v. ἱππό-κρημνος, -λάπαθον, -μάραθον, -πορνος, -σέλινον, -τυφία, and cf. βου-. (From ἴκϝος, v. ἴκκος; cf. Skt. aśvas, Lat. equus: the ἴ- (in place of e-) and the aspirate are unexplained; the latter acc. to Gell.2.3.2 was confined to Attic; cf. Λεύκ-ιππος, Γλαύκ-ιππος.) -
10 ἵππος
ἵππος: horse or mare; ἄρσενες ἵπποι, ‘stallions,’ Od. 13.81 ; θήλεες ἵπποι, ἵπποι θήλειαι, Ε 2, Il. 11.681; the Homeric Greeks did not ride horseback, but employed chariots; hence ἵπποι, oftener ἵππω, span, chariot, alone or w. ἅρμα, Il. 12.120; freq. ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, Il. 12.114, 11; ἐξ or ἀφ' ἵππων ἀποβῆναι, Γ 2, Il. 5.13; of chariotmen as opposed to infantry, Od. 14.267, Il. 2.554, Il. 16.167, Il. 18.153.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵππος
-
11 ἵππος
1 horseθεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖσίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
ὕμνον ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον O. 3.4
μιν αἰνέω, μάλα τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14
ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7
Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον O. 5.21
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71
ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον O. 9.23
ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.86
στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ P. 2.45
“ ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς” P. 4.17Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
κρηπῖδ' ἀοιδᾶνἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.6
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
φιάλαις ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
Πανελλάνεσσι δ' ἐριζόμενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.107
θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2.. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1* καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ; τέρπονται Θρ... Διομήδεος ἵππους fr. 169. 9. ] ἵππο[ fr. 169. 22. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (v. l. ἵππιον) fr. 203. 2. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. πελεκυφόρας ἵππος fr. 339a. pl. as general term for horses and chariot, or the chariot itself:χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου ἵππων O. 3.34
κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἀν ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν P. 5.21
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχονθοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν τ ἅμ ἵπποις N. 9.25
πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.62
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 2. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις sc. of the Muses. Πα. 7B. 12.ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.2
οὔθ ἵπ[ (ἵπ[ποισι]ν ἀγαλλόμ[ενος add. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 13. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 1. -
12 πῶλος
A foal, whether colt or filly, Il.20.222 (fem.), Od.23.246 (masc.);ἵππους.. πάσας θηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν Il.11.681
;ἐδάμασσε πώλους Pi.P.2.8
; νεοζυγὴς π. A.Pr. 1010; κριθῶντα π. Id.Ag. 1641; ὁ ἔτι ἀδάμαστος π. X.Eq.1.1; ἵπποι π., opp. ἵπποι τέλειοι, IG9(1).12.18 (Ambryssus, iii A.D.): freq. used by Poets generally for ἵππος, A.Fr. 326, S.OC 313, 1062 (lyr.), El. 705 sq.: in races,πώλων ἀβόλων ἅρμα IG22.2326.11
;πώλοις τε ἀβόλοις καὶ τελείων τε καὶ ἀβόλων τοῖς μέσοις Pl.Lg. 834c
: metaph., π. Κύπριδος, of courtesans, Eub.84.2.2 any young animal: of the elephant, Arist.HA 610a33; camel, ib. 630b34; κάμηλος π. BGU768.2 (ii A.D.); of the dog, AP12.238 (Strat.); ass, Ev.Marc.11.2; ὄνοι π. PLille 8.9 (iii B.C.); pullet, Alex.Trall.5.6;πῶλοι βουβαλίδων Ael.NA7.47
.3 in Poets, in fem., young girl, maiden, Anacr.75.1, E.Hec. 142 (anap.);πῶλον ἄζυγα λέκτρων Id.Hipp. 546
(lyr.), cf. Fr.781.21 (lyr.), Cratin.87, Epicr.9;κακῆς γυναικὸς πῶλον E.Andr. 621
: less freq. masc., young man, Id.Rh. 386 (anap.), Ph. 947;ἀνδρὸς φίλου πῶλον.. ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν πημάτων A.Ch. 794
(lyr.). -
13 ἀπό
ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (asἀπὸ ἕθεν Il.6.62
,ἀπὸ νευρῆς 11.664
, Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] ᾱ metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:1 of Motion, from, away from,ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208
; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;ἀπ' οὐρανόθεν 8.365
(later with Advbs.,ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10
, etc.); strengthd.,ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151
; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2
; similarly of the cause or ground,ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126
:— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386
;ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49
; soἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79
; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7
;ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62
;ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29
; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined withἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a
.2 of Position, away from, far from,μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292
(cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110
;μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193
; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7
, cf. 46;αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64
;ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99
; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4
, etc.; but later the numeral followsἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56
;ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4
; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;ἀ. δόξης 10.324
;οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344
;ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76
; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389
;οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6
;μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863
.4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ), ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523
; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278
.5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b
; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19
;τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18
.6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539
;ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27
;ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87
, cf. A.Pers. 1023.7 Math., of figures described upon a base,κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19
, etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.9 from being, instead of,ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106
.10 privative, free from, without,ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19
(ii A. D.);ἀ. ζημίας PTeb420.4
(iii A. D.).II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5
;ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8
; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82
, X.An.7.5.8;τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25
;ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14
, etc.;δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55
, cf. X.An.1.7.18, etc.;ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13
; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.; ;ἀφ' ἧς Plu.Pel.15
; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25
, etc.;ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8
; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218
; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23
; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5
: hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3
(iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350
, cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81
, cf. Hdt.7.150;πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853
; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509
: of the place one springs from,ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839
. cf. 849;Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114
, cf. Th.1.89, etc.;τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5
, etc.:hence,b metaph. of things,Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18
; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611
;μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314
;ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69
; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14
;οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2
; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10
, etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.2 of the material from or of which a thing is made,εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65
;ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970
, cf. S.Tr. 704;ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117
;ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4
: hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707
([place name] Cos);κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a
; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49
;σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8
.3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605; ;ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371
, 11.675; soἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29
; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7
;ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29
;βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7
.4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14
;ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54
; , cf. 6.61;ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a
, etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127
; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.5 of the source from which life, power, etc., are sustained,ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203
; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;ἀ. πολέμου Id.5.6
;ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14
;ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1
;τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9
, cf. Th.1.99;ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569
, cf. D.24.124;ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788
, cf. D.18.102; quaestum corpore facere,Plu.
Tim.14.6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42
; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17
;τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46
;ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9
;ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27
; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29
;κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194
; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298
;ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91
; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d
; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656; ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9
;ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66
, cf. IG1.9;τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3
; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68
; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762
.B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8
H. ([place name] Idalion).2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.D IN COMPOS.:1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, asὀμμάτων ἄπο S.El. 1231
, etc.; never in Prose. -
14 ἐκφέρω
Aἐξοίσω Hdt.3.71
: [dialect] Ion. [tense] aor. ἐξήνεικα:—[voice] Pass.,ἐξοισθήσομαι E.Supp. 561
: [tense] fut. [voice] Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:— carry out of,τινὰ πολέμοιο Il.5.664
, etc.;ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37
, cf. E.Ph. 779;ἐ. πεύκας Ar.Fr. 599
;γραμματεῖον Id.Nu. 19
;ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk. 332
.2 carry out a corpse for burial,ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786
, cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 ([voice] Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσινἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8
.3 carry away,τρί' ἄλεισα Od.15.470
, cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward,ἄεθλον Il.23.785
:—more freq. in [voice] Med., τὠυτὸ (of a victory)ἐξενείκασθαι Hdt.6.103
; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.4 carry ashore,ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24
, etc.; cast ashore,πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec. 701
:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.II bring forth, in various senses:1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19;εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c
, cf. Arist. HA 577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA 731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐ. Hdt.1.193, 4.198.2 bring about, accomplish,μισθοῖο τέλος Il.21.451
;τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61
;κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1
:—[voice] Pass., .3 publish, deliver,χρηστήριον Hdt.5.79
;ἐ. λόγον S.Tr. 741
, Pl.Mx. 236c, cf. Plu.Them.23; ; of public measures, refer,ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5
;ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79
; ἐ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in [voice] Med.,ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125
): abs., freq. in [dialect] Att. Inscrr.,ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61
, cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po. 1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—[voice] Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην declare one's opinion, Isoc.5.36:—[voice] Pass.,εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp. 561
.4 produce, exhibit, Lys.19.30; display,δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg. 788c
, cf. D.19.12;φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3
;ἐ. τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74
.6 put forth, exert, :—and in [voice] Med., (lyr.).9 ὅρον ἐ. produce a definition, Arist.Metaph. 1040b2; express,διάνοιαν Phld.Po.5.26
, al.; ' word' a sentence, D.H.Comp.3 ([voice] Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib. 142; πρὸς ἑαυτὸν ἐ. soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.b [voice] Pass., of words, to be formed,κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc. 220
;ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28
; διὰ τοῦ ε ¯ ἐ. ib.193.5.III [voice] Pass., to be carried beyond bounds, : mostly metaph., to be carried away by passion,ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84
, cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El. 628; ἐ. πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc. 601 (lyr.);λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra. 425a
; ;πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34
; πάθος defined asὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92
:—later in [voice] Act., [θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21
.IV bring to one's end, bring on to the trail,εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7
; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—[voice] Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra. 386a.V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest),ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376
, cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.2 come to fulfilment,ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC 1424
; come to an end, Id.Tr. 824 (lyr.). -
15 ἄγω
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v. l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)1a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) O. 1.46μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ O. 3.29
ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.49
δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
“ τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) P. 4.56 “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.28 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4.ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.103
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
( Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.b drive τὸν ( θησαυρὸν ὕμνων)οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.13
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) P. 5.36c bestowαἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον O. 2.51
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.87
κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι)ἡμιθέων πλόος γαγεν P. 4.211
d med. take away “ ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.2302a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ( ποίνιμος coni. Spiegel.)ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα N. 11.42
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί ( πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold P. 6.20 (β) employνόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) I. 7.22 (γ) wage, carry on “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” P. 9.31c in tmesisἐπάγω O. 2.37
ἀνάγω I. 6.62
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. -
16 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
17 Αἰακός
Αἰᾰκός (-οῦ, -ῷ, -όν.) son of Zeus and Aigina, father of Peleus, Telamon, Phokos, first king and patron deity of Aigina.1χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30
ἀποπέμπων Αἰακὸν O. 8.50
πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ. Σ.) N. 5.53 λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία)ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυ τεῦσαι N. 7.84
ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι N. 8.13
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.35
( Οἰνοπίαν)δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων I. 8.22
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (cf. titulum, Αἰγινήταις εἰς Αἰακόν) Πα. 1. 3. ]Αἰακ[ (cf. tit. Αἰγινή[ταις.) Πα. 22h. 7. -
18 ἁμᾶ
1 togethera adv.ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ ἁμᾶ θῆκε O. 3.21
ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν P. 3.36
πίτναν τἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78
b prep. c. dat. together with φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις (Vogt: ἅμα Σ: ἀμφὶ codd.) N. 9.52 -
19 ἅμιλλα
1 competition, contestὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.12
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶλτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται I. 5.6
πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.50
-
20 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13.
См. также в других словарях:
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποί — ἱππόομαι have the concept pres subj mp 2nd sg ἱππόομαι have the concept pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἵπποι — Ἵππος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵπποι — ἵππος horse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… … Определитель языков мира по письменностям
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek
NISAEI Equi — olim illustres, in Mediae campo, Nisaeo, qui proceri admodum erant corporis. Herodot. in Polybymn. Ἔςι πεδίον μέγα τῆς Μηδικῆς, τῷ ὄνομά ἐςι Νίσαιον᾿ τοὺς ὦν δὴ ἵππους τοὺς μεγάλους φέρει τὸ πεδίον τοῦτο. Mediae campus est magnus, Nisaeus nomine … Hofmann J. Lexicon universale
νεόλεκτος — (I) η, ο αυτός που λέχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό λεκτος, καινό λεκτος]. (II) ο (ΑΜ νεόλεκτος, ον) αυτός που κατατάχθηκε στον στρατό πρόσφατα, νεοσύλλεκτος νεοελλ. φρ. «νεόλεκτοι ίπποι» ίπποι που… … Dictionary of Greek
Dative case — The dative case (abbreviated dat, or sometimes d when it is a core argument) is a grammatical case generally used to indicate the noun to whom something is given, as in George gave Jamie a drink . In general, the dative marks the indirect object… … Wikipedia
МИДИЯ — • Media, η̉ Μηδία, по древнеперсидски Мада, т. е. срединная земля. М., большая область Внутренней Азии, граничила на востоке с Парфиею и Гирканиею, на юге с Персидою и Сусианою, на западе с Ассириею и Армениею, на севере с Каспийским… … Реальный словарь классических древностей