-
21 χαριστίων
A an instrument of Archimedes for weighing, Simp. in Ph.1110.4; = Lat. campana, Gloss.; or for lifting, Tz.H.2.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριστίων
-
22 ἁπλόω
A make single, unfold, spread out,οὐρήν Batr.74
(v. l.), cf. 80;σῶμα AP11.107
(Lucill.); , etc.;σαγήνην Alciphr.3.3
;φάλαγγα Paus.4.11.2
;δακτύλους Sor.1.73
; ἁ. τὸν ἄργυρον beat it thin, Anacreont.4.5; expose a wound, Just. Nov. 111 Pr.:—[voice] Pass., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [the fish] lay stretched out.., Babr.4.5; ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡπλωμένῃ open ground, Gp.12.18.1;ἁπλωθέντων ἱστίων Lib.Or.11.264
:—[voice] Med., AP10.9, Orph.A. 278, D.P.235.2 metaph., be simple,M.Ant.
4.26:—[voice] Pass., to be simplified, Plot.6.7.35; but, to be expanded, Id.3.5.9 (fort. ἐξαπλ-). -
23 ἐπεισηγέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισηγέομαι
-
24 ἑστιῶν αὐτούς
2 abs., give a feast, ἑ. μεγαλοπρεπῶς ib.12.51 ; entertainers,Pl.
Grg. 518d ;τὸν ἱστιῶντ' ἐπαινέω Epich.35.4
.3 c. acc. cogn.,Ζεὺς..Πέλοπι ἔρανον ἱστιῶν Id.87
; γάμους ἑ. give a marriage feast, E.HF 483, Ar.Av. 132 ;ἑ. νικητήρια X.Cyr.8.4.1
;ἐπινίκια D.59.33
;δεκάτην ὑπέρ τινος Id.40.28
;γενέθλια Luc.Herm.11
: and c dupl.acc., ;θεσμοφόρια ἑ. τὰς γυναῖκας Is.3.80
;τὴν γενέθλιον ἑ. τινά Luc.Dem.Enc.26
, cf. Symp.2 : c. dat., Eup.59.4 metaph.,ἑ. τινὰ λόγων καλῶν Pl.R. 571d
, cf. Luc.Philops.39 ; ἑ. τὰς ἀκοάς, τὴν ὄψιν, Ael.VH3.1, NA17.23, etc.II [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.ἑστιάσομαι Pl.R. 345c
, Tht. 178d ; later ἑστιᾱθήσομαι Sch.Ar. Ach. 977 : [tense] aor. 1 , ( συν-) D.19.190 ; laterἑστιάσασθαι S.E.M.8.186
: [tense] pf. , [dialect] Ion. inf.ἱστιῆσθαι Hdt. 5.20
:—to be a guest, be feasted, Id. l.c., Pl.R. 372c ;ἑ. παρὰ ἀνδρὶ φίλῳ Antipho 1.26
: c. acc. rei. feast on.., ἑ. ἐνύπνιον have a visionary feast, 'feast with the Barmecide', Ar.V. 1218 ; ἑ. γῆν, τὰ ὄντα, Pl.R. 612a, Phdr. 247e : c. dat.,εὐωδίᾳ X.Smp.2.3
;λόγοις Ath.7.275b
: metaph., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστιῶν αὐτούς
-
25 δίαρσις
-
26 μεταβολή
μετα-βολή, ἡ, u. μετα-βολία, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern; von taktischen Bewegungen und Schwenkungen; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱστιῶν — ἑστία hearth of a house fem gen pl (epic ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc voc sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίων — ἱ̱στίων , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (ionic) ἱ̱στίων , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 1st sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πτύξη — η / πτύξις, εως, ΝΜΑ [πτύσσω] το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό 2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονται… … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
λάιτνινγκ — (lightning). Ιστιοφόρο ακάτιο, ενιαίου τύπου, για λεμβοδρομίες. Έχει σκάφος με ανυψωμένη κατά την κίνηση τρόπιδα και ευμετάβλητη παρέκκλιση και ανήκει στις διεθνείς κατηγορίες. Σχεδιάστηκε το 1939 από τον Αμερικανό Όλιν Στίβενς και είναι… … Dictionary of Greek
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek
ίσταρχος — ό ναυτ. υπαξιωματικός που διευθύνει τους χειρισμούς τών ιστίων από το θωράκιο τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. εφήβ αρχος, φρούρ αρχος] … Dictionary of Greek
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
εκπέταση — η (AM ἐκπέτασις) άπλωμα, άνοιγμα φτερών, ιστίων κ.λπ … Dictionary of Greek