-
1 πᾶς
πᾱς (πᾶς, παντί, πάντ(α), πάντες, πάντων, πάντας; πᾶσα, -ας, -αν, -αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας; πάν, παντός, παντί, πάν αμπ; πᾶν, πάντα, πάντων, πᾶσι(ν), πάντ(α): the form πᾶν is rejected altogether by Schr., Proll., p. 23, but retained by Snell, I. 4.48, fr. 122. 9 ?. The α is guaranteed short O. 2.85, but long I. 4.48, where however a digamma follows: v. Radt on Pa. 6. 180.)1 (the) whole (of); all thea preceded by art.ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
pro subs., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (Beck: πᾶν codd.:? on the whole) O. 2.85 τί θεός; τὸ πάν (Schr.: πᾶν codd.) fr. 140d.b without art. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον in this whole time O. 6.36ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.44
ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (Schr.: πᾶν codd.) O. 10.76δεῖξέν τε πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75
καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ O. 13.112
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον παρεκοινᾶθ P. 4.132
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.30
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ ἔννεπεν P. 9.96
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
[ πᾶσα πόλις (sic interp. Σ.) N. 5.47]εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.41
πλαγίαις δὲ φρέ-νεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6
χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. “Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22.2 all, everya adj.ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν O. 7.51
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
ἔργων πρὸ πάντων O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41
σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
“ ἀγρούς τε πάντας” P. 4.149πράγματι παντὶ P. 4.278
πάσαισι γὰρ πολίεσι P. 7.9
“ τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.41
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (contra Σ, πᾶσα ἡ πόλις) N. 5.47ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (Schr.: πᾶν codd.) N. 10.29κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐπέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ πέταται I. 1.49
καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (Schr.: πᾶν codd.) I. 4.11γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Schr.: πᾶν codd.) I. 8.14 Χάρισι πάσαι[ς fr. 6e. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.κατὰ πᾶσαν ὁδὸν Pae. 4.6
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132
τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον Pae. 8.74
]α πᾶσαι[ ἀ]μφίπολ[οι] Κεφ[αλ]λαν[ Pae. 20.18
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 1.* πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. add. adj., διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις their completely disparate power N. 6.2 ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 9. pr. adj., in full, to the full,σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6
πᾶσαν εὐφροσύναν τάνυεν P. 4.129
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων, ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.38
b subs., everyone, everythingΧρόνος ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17
πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82
πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς N. 1.53
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.88
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
πάντα δ' ἐξειπεῖν ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν ( πὰν Schr.) I. 4.48πάντ' ἔχεις I. 5.14
Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.55
]παντα σφιν ἐφρα[ς Pae. 8.86
ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21
σὺν δ ἀνάγκᾳ πὰν καλόν (Schr.: πᾶν codd. Athenaei) fr. 122. 9. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ fr. 131b. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς ( τὰ πάντα v. l.) fr. 141. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. πάντα θύειν ἑκατόν make all sacrifices in hundreds fr. 170. add. gen.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
3 fragg. & dub. [ ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia) P. 6.50] [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] στεφα]νοισι παν[ (v. l. νιν ap. Σ.) Πα.. 1. ]τι πᾳντᾳ[ Δ. 4. c. 4. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. πάντων γὰρ ὑπέρβιος ανα[ fr. 140a. 54 (28). ἐπεὶ πᾳντᾳ[ ?fr. 334a. 11. -
2 πληθύνω
A- ῠνῶ 2 Ep.Cor.9.10
: [tense] aor.ἐπλήθυνα Dam.Pr.99
:—causal of πληθύω, increase, multiply, LXXGe.17.2, al., Ph.1.496, 2 Ep.Cor. l.c., Ep.Hebr.6.14:—[voice] Pass., abounds,Arist.
HA 587b20.2 make multiple, 'plurify', κατὰ ἀναλογίαν [τὸ ἡνωμένον] ἐπληθύναμεν τῶν κατωτέρω πεπληθυσμένων τὸν πρῶτον πληθυσμόν Dam.l.c.;θεοὶ -όμενοι μὲν ἐν τῷ κόσμῳ, περὶ αὐτὸν δὲ ἑνοειδῶς ὄντες Jul.Or.4.143b
, cf. Or.7.222a.3 intr., v. πληθύω 11.4 use the plural, Sch.Il.Oxy.1087.34.II [voice] Pass., to be in the majority, prevail, δήμου.. χεὶρ ὅπῃ πληθύνεται (cod. [voice] Med. πληθύεται) A.Supp. 604: c. inf., ταύτην ἐπαινεῖν.. πληθύνομαι I follow the majority, Id.Ag. 1370: [tense] pf.πεπλήθυνται LXX Ge.18.20
.2 Gramm., [τὸ ἀπαρέμφατον] οὐ πληθύνεται the infinitive has no plural, A.D.Synt.31.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληθύνω
-
3 προβάλλω
Aπροβάλεσκον Od. 5.331
: Hom. has only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med. without augm.:— throw or lay before, throw to, Νότος Βορέῃ προβάλεσκε [σχεδίην] φέρεσθαι l.c.;τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε Hdt.9.112
;τρωγάλια τοῖς θεωμένοις Ar.Pl. 798
;πυροὺς ὀλίγους π. Id.Av. 626
;π. τινὰ ταῖς Νύμφαις Pl.Phdr. 241e
; ἀνδρὶ δέμας, of a woman, E.Cret.6: without dat.,π. ἀκήδευτα τὰ σώματα Plu.Per.28
.II put forward,π. πρόβλημα Pl.Sph. 261a
; ἄμφω τὰ δεξιὰ προβεβληκώς, of a horse, Arist.Po. 1460b19 (also [voice] Med., );χλαμύδα ἀλώπεκι Paus.4.18.6
;π. αὐτὸν ἐς τὸ μέσον Luc.Cat.25
: metaph.,ἀγαθὴν ἐλπίδα π. σαυτῷ Men.572
:—[voice] Pass., v. infr. B.111.1.b in obstetrics, present, [voice] Act. and [voice] Pass., Hp.Mul.1.69, Sor.2.60, al.2 ἔριδα προβαλόντες putting forth strife, i.e. striving, Il.11.529.3 put forward as an argument or plea, ; ;τοὔνομα τὸ τῆς εἰρήνης D.9.8
:—[voice] Pass., ;ἐς ἐνθυμίαν αἰεὶ προβαλλόμενος Id.5.16
.4 [voice] Med., put forward, propose for an office,λῃτουργεῖν π. γυμνασίαρχον And.1.132
:—[voice] Pass., v. infr. B.1.4.5 propound a question, task, problem, riddle (cf. πρόβλημα IV), Ar.Nu. 757, Pl.R. 536d; αἴνιγμα, γρῖφον, Id.Chrm. 162b, Antiph.74.5;χαλεπὴν π. ᾱἵρεσιν Pl. Sph. 245b
;εὔσκεπτον σκέψιν π. Id.Phlb. 65d
; ὰπορίαν Arist.Pol. 1283b35: later folld. by interrog. clause,πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ Σωκράτης Epict.Ench.33.12
;θεοῦ προβαλόντος πότερον.. Aristid.1.41
J.:—[voice] Pass., προβάλλεται τάδε θεωρῆσαι, περὶ τοῦ κώνου προβεβλημένα ἐστὶ τάδε, Archim.Con.Sph.Praef., Spir.Praef.6 put forth beyond,κάρα.. ὀχημάτων S.El. 740
;τῶν ὀδόντων τὴν γλῶσσαν Aret.SA1.7
;φλέγμα καὶ ἀφρῶδες ἐκ τοῦ στόματος Philum.Ven.1.2
.III expose, give up, π. σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ give themselves up for lost, Hdt.7.141; ;ψυχὴν π. ἐν κύβοισι δαίμονος
hazard, venture,E.
Rh. 183.IV send forth, emit, τράγου ὀσμήν v.l. (for προς- ) in Dsc.4.50;τὴν φωνὴν ὀξεῖαν π. D.S.3.8
;ἦχον τραχύν Id.5.30
, etc.; produce,καρπόν J.AJ 4.8.19
;ἄνθος Aët.12.1
:—[voice] Pass., c. gen., to be emitted from,αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων Procl.in Prm.p.552S.
V intr., stick out, of the tongue, Arist.PA 660a24.B [voice] Med. with [tense] pf. [voice] Pass. (used also in pass. sense, v. infr.):— throw or toss before one,οὐλοχύτας προβάλοντο Il.1.458
, al.: hence, throw away, expose, S.Ph. 1017.4 put forward, propose for election, Hdt.1.98, Pl.Lg. 755c sq., X.An.6.1.25, IG22.1343.29, etc.;προβαλλόμενος ἑαυτόν D. 21.15
:—[voice] Pass., Hdt. l.c., Pl.l.c., etc.;προβληθεὶς πυλάγορος οὗτος D. 18.149
, cf.285.5 c. dat. et inf., challenge a person to..,π. μοι [ὀμόσαι] Mitteis Chr.32i14, cf. ii 13(ii B.C.):—[voice] Pass., of the oath, to be proposed as a challenge, ib.ii 25, Sammelb. 5231.9 (i A.D.).II throw beyond, beat in throwing: hence, surpass, excel, c. gen. pers. et dat. rei,ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην Il.19.218
.III hold before oneself so as to protect,λαιᾷ ἴτυν Tyrt.15.3
;Πηλεΐδᾳ κατ' ὄμμα πέλταν E.Rh. 370
(lyr.); ; π. τὰ ὅπλα level arms, opp. μεταβάλλεσθαι (cf.προβολή 1
),τὴν φάλαγγα ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι X.An.1.2.17
, cf. 6.5.16, Mem.3.8.4: in [tense] pf. [voice] Pass., σάρισαν προβεβλημένος having his pike advanced, with levelled pike, D.S.17.100;τοὺς θυρεοὺς πρὸ τῶν νώτων.. -βεβλημένοι Arr.Tact.36.1
;εἰκοσάπηχύν τινα προβεβλ. κοντόν Luc.DMort.27.4
; also προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους having them to cover one in front, X.Cyr. 6.3.24; π. τάφρον, ποταμόν, of a general, Plb.1.18.3, 2.5.5;π. τῆς.. στρατοπεδείας τεῖχος Id.1.48.10
, etc.;πόλις -βεβλημένη ποταμόν Str. 11.2.17
; π. τὰ θηρία πρὸ τῶν κεράτων, λογχοφόρους τῆς δυνάμεως, Plb.3.72.9, 3.113.6: abs., stand in front, πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος standing so as to cover both, X.An.4.2.21, cf. Cyr.2.3.10: c. gen.,τούτου προβέβληται Πολύευκτος D.21.139
;προβάλλεσθαι ἢ ἐναντίον βλέπειν οὔτ' οἶδεν οὔτ' ἐθέλει Id.4.40
; προαίρεσις τῆς πολιτείας προβεβλημένη a guarded policy, Id.19.27; πρὸς ἅπαντας -βεβλημένος on one's guard against, Plu. Dio 9:—[voice] Pass.,ἱππῆς προβέβληνται πρὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως Arr.Tact.36.2
; κράνη πρὸ τῆς κεφαλῆς π. ib.34.3.2 metaph., put forward,τὴν ἀγαθὴν προβαλλόμενος ἐλπίδα D.18.97
; ταύτην τὴν συμμαχίαν ib.195; τὴν Εὔβοιαν προβαλέσθαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς ib.301, cf. 300, Isoc.5.122;τι πρὸ τῆς αἰσχύνης Aeschin.3.11
.b bring forward, cite on one's own part, in defence,τὸν Ὅμηρον π. Pl.La. 201b
;π. μάρτυρας Is.7.3
, etc.; ὁ προβαλόμενος one who has brought evidence, Lex ap.D.46.10; cite as an example, ; use as an excuse or pretext, Th.2.87, etc.; ; π. σκῆψιν, πρόφασιν, Plb.5.56.7, 15.20.3.IV in [dialect] Att. law, accuse a person by προβολή (v. προβολή v), present him as guilty of the offence, (cf. Harp. s.v. προβαλλομένους) ; π. τινά τι ib.28; τινα alone, ib. 175; ὁ προβαλλόμενος the prosecutor in a προβολή, ib. 179:—[voice] Pass., to be accused or presented,προὐβλήθησαν X.HG1.7.35
: generally, attack, censure,τὸ ἔθος D.H.4.24
, cf. Ph.2.137;τοὺς ψευδομένους J.BJ2.8.7
(s. v.l.), cf. Plu.CG14; opp. [full] ἐπαινεῖν, Id.2.18d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβάλλω
-
4 σπουδή
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77;ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66
; χωρίον.., οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys. 288;τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6
; σπουδῇ in haste, v. infr. IV;σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph. 1223
; σὺν πάσῃ ς. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.);διὰ σπουδῆς E.Ba. 212
, X.HG6.2.28, etc.;ἐκ σπουδῆς Arist.Mir. 837a15
; μετὰ ς. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.;κατὰ σπουδήν Th.1.93
, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next).II zeal, pains, trouble, effort,ἄτερ σπουδῆς Od.21.409
; σῆς ὑπὸ ς. A.Th. 585;σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT 778
, cf. Pl.R. 604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; soσὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c
; σὺν πολλῇ ς. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης ς. Pl.Smp. 192c; μετὰ πολλῆς ς. Id.Chrm. 175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205;σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107
;πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως.. PHib.1.71.9
(iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp. 177c; περί τινα ib. 179d;ἐπί τινι Luc.Salt.1
: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about.., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec. 130 (anap.);πρός τι D.S.17.114
;ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276
;ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13
; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149;σ. ἔχειν τινός E.Alc. 778
, 1014;περί τινος Pl. Amat. 136c
; ;ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22
;σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr. 276e
;σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2
; ; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr. 257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg. 855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for.., ib. 740d; zealous exertions, E. Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh. 1370a12.b in a religious sense, zeal,πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12
(ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι ς. Ep.Hebr.6.11.2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν ς. Antipho 6.41;πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6
; good will, good offices,σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16
, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries,σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5
;κατὰ σπουδάς Ar.Eq. 1370
, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg. 632a.III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph. 901, Ar.Ra. 522;σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13
, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ ς. Pl.Lg. 887d; , cf. Smp. 197e;καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh. 1366a29
.IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily,προερέσσαμεν Od.13.279
;ἀνάβαινε 15.209
;στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1
, cf. 89; [dialect] Dor.,σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21
(Epid., iv B.C.); freq. in [dialect] Att.,σ. πάνυ Th.8.89
, etc.;σπουδῇ ποδός E.Hec. 216
.2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely,σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99
, cf. 5.893, Od.3.297;σ. παρπεπιθόντες Il.23.37
, Od.24.119.3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph. 849;σπουδῇ ἀκούειν Pl.R. 388d
;σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap. 24c
; πάνυ ς. attentively, Id.Phd. 98b; πολλῇ ς. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th. 791, X.Cyr.4.5.12, etc.;πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg. 952a
, etc. -
5 τιμάω
Aτιμήσω 9.155
, etc., [dialect] Dor. [ per.] 3pl.τιμᾱσεῦντι Theoc.Ep.7.4
: [tense] aor.ἐτίμησα Hdt.8.124
, etc., [dialect] Ep. , Lyr.τίμᾱσα Pi.N.6.41
, B.12.194: [tense] pf.τετίμηκα Lys.26.17
, etc., [dialect] Dor.τετίμᾱκα Pi.I.4(3).37(55)
:—[voice] Med., [tense] fut. τιμήσομαι always in pass. sense, h.Ap. 485, A.Ag. 581, S.Ant. 210, E.Fr.360.49, Th.2.87, X.Cyr.8.7.15 (reading δι' ἄνδρα with codd. DF), Hier.9.9, exc. in Pl.Ap. 37b, where it is used in a technical sense (v. infr. 111.2): [tense] aor. ἐτιμησάμην in senses shared by [voice] Act., Od.19.280, 20.129, Il.22.235, Th.3.40; in sense 111.2, Pl.Cri. 52c:—[voice] Pass., [tense] fut.τιμηθήσομαι Th.6.80
, D.19.223, IG22.1182.9, etc.;τετιμήσομαι Lys.31.24
codd. ( τιμήσεται Cobet): [tense] aor.ἐτιμήθην Hdt.5.5
, etc.; Lyr. [ per.] 3pl.τίμᾱθεν Pi.Parth.2.41
: [tense] pf.τετίμημαι Il.12.310
, etc.; also [voice] Med. in technical sense, v. 111.2:—honour, revere, reverence (in this sense the [voice] Med. is used only by Hom.); of the honour rendered to superiors, as by men to gods, by men to their elders, rulers, or guests,περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Od.19.280
, etc.;τίμα τὸν πατέρα σου LXX Ex.20.12
, al.; conversely of the honour bestowed by gods upon a man, μερμήριζε (sc. Ζεὺς).., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ Il.2.4
, cf. 15.612, Od. 3.379; by a father on his son, 14.203, Hes.Th. 532; by an elder brother, Il.22.235 ([voice] Med.): also in Pi., Hdt., and [dialect] Att.,ἐξόχως τίμας εν Pi.O.9.69
;δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th. 236
;θεοὺς τιμῶντες S.OC 277
, cf. 1071 (lyr.), Hdt.2.29;σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεούς X.Mem.4.3.13
;ἱλασκομένοις καὶ τιμῶσιν.. Δία Πατρώϊον SIG1044.6
(Halic., iv/iii B.C.); , cf. 516, E.Med. 660 (lyr.), Hdt.7.107, etc.;θεοὶ δ' ὅταν τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων E.HF 1338
: abs., οἱ τύραννοι μάλιστα δύνανται τιμᾶν bestow honours, D.20.15 ( τιμᾶν secl. Bake), cf. Pl.Lg. 631e: hence simply, reward, X.Cyr. 3.3.6, Isoc.9.42 (so in [voice] Pass., Hdt.7.213, Lys.12.64, 19.18); ἐπαινεῖν καὶ τ., τ. καὶ δωρεῖσθαι, δωρεῖσθαί τε καὶ τ., τ. καὶ χαρίζεσθαι, X.Cyr.1.2.12, 3.2.28, 8.2.10, 2.4.9: c. dat. modi, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι will honour him with gifts, Il.9.155;ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Od.20.129
; τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις, A.Th. 1051, Supp. 116 (lyr.);πόλιν τ. συμμάχῳ δορί Id.Eu. 773
;ἐσθήμασι Th.3.58
; ;δώροις X.An.1.9.14
, HG6.1.6;στρεπτοῖς καὶ ψελίοις τ. καὶ κοσμεῖν τινα Id.Cyr.1.3.3
:—[voice] Pass., mostly in [tense] pf. τετίμημαι, which alone is pass. in Hom., to be honoured, held in honour, Il.9.608, Od. 7.69;ἐτιμήθη παρὰ Ξέρξῃ Hdt.8.105
; , etc.;τετίμαται πρὸς ἀθανάτων Pi.I.4(3).59(77)
;σκήπτρῳ.. δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Il.9.38
, cf. 12.310;τιμᾶσθαι προεδρίαις X.Vect.3.4
, cf. Cyr.8.4.2;ἐκ τοῦ πολεμεῖν Th.5.16
: c. acc. cogn. attracted to gen.,ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος, οὐδέ σε λήθω, τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσθαι Il.23.649
(but c. gen., τετειμημένος ὑπὸ τῶν αὐτοκρατόρων τετάρτης στρατείας ( = Lat. quattuor militiis) Supp.Epigr.7.145 (Palmyra, ii A.D.)); οἱ τετιμηυένοι men of rank, men in office, X.Cyr.8.3.9; οἱ τιμώμενοι ib. 8.8.4, cf. E.Or.[913]; τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν the honour enjoyed by the city, Th.2.63.II of things, hold in honour or esteem, value, prize, h.Hom.25.6, Pi.O.6.72, etc.; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; E.Ph. 550; νόμους τ. Id.Tr. 1211; τὴν εὐσέβειαν, ἀγνωμοσύναν, Id. Ion 1046, Ba. 885 (lyr.); , cf. Pl.Tht. 149c;τὸ σωφρονεῖν τ. τοῦ βίου πλέον A.Supp. 1013
.2 c. gen. pretii, estimate or value at a certain price, Pl.Lg. 917c, 921b, PCair.Zen.269.13,15 (iii B.C.), UPZ67.3 (ii B.C.), etc.;πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Th.4.26
: abs., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών that each man should have his property valued (for assessment), Pl.Lg. 955d, etc.;οἱ ὑπὲρ τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμάς Plb.6.23.15
; τὸ τιμηθέν the estimate, Pl. Lg. 954b:—freq. in [voice] Med., διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο <τὰ> αὑτοῦ estimated his property at.., Lys.19.48, cf. PPetr.2 intr.p.33(iii B.C.); πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι, like περὶ παντὸς ποιεῖσθαι (v.περί A.
IV), Th. 3.40, cf. 1.33; πλείονος, μείζονος τιμᾶσθαι, X.Mem.3.10.10, Cyr.2.1.13;τοσούτου τ. τὴν πολιτείαν D.22.45
; μίαν ἡδονὴν θανάτου τ. Plu. 2.5b: also with Preps., : without a gen.,ἐτιμήσαντο τήν τε χώραν καὶ τὰς οἰκίας Plb.2.62.7
: simply, value, estimate,ἐν προικί Is.3.35
, cf. D.47.57 ([voice] Pass.), 53.1; τινα LXX Le.27.8, Ev.Matt.27.9.3 rarely, award or give as an honour,Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος Pi.P.4.270
; ;ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν Id.Ant. 514
;πατρῴαν τιμῶν χάριν E.Or. 829
(lyr.): hence,1 in [voice] Act. (later in [voice] Med., PHal.1.201 (iii B.C.), D.L.2.41, etc.), of the court, estimate the amount of punishment due to the criminal, award the penalty,τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν.. τὸν ἡττηθέντα Pl.Lg. 843b
; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ib. 879b; τ. τὰς βλάβας ib. 843d; τ. τὴν δίκην ib. 880d (cf. infr. 2c); ἅπασι τ. τὴν μακράν (sc. γραμμήν) award them the long line, i.e. sentence of death, Ar.V. 106, ubi v. Sch.: abs., ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω I carry penalty in my eyes, am itching for pains and penalties, ib. 847: the sentence or judgement awarded is added in the gen., τ. τινὶ θανάτου (sc. δίκην) give sentence of death against a man, condemn him to death, Lys.27.7 (cf. 8), Pl.Grg. 516a, D.24.103 ([voice] Pass.), 32.15; τ. τινὶ δέκα ταλάντων mulct him in ten talents, Id.58.31; τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; at what do you expect the court to fix his penalty? Id.21.151, cf. Pl.Ap. 37c; ἡ ἡλιαία τιμάτω περὶ αὐτοῦ ὅτου ἂν δόξῃ ἄξιος εἶναι παθεῖν Lexap.D.21.47: c. acc. pers.,τιμάτωσαν αὐτὸν καθ' ὅτι ἂν δοκῇ τῷ κοινῷ IG22.1275.16
:—[voice] Pass., τιμᾶσθαι ἀργυρίου to be condemned to a fine, τινος for a thing, Lys.6.22, Lex ap.D.21.47; ἐὰν.. ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον if sentence of death has been passed upon one, Pl.Lg. 946e, cf. Antipho 6.38.2 in [voice] Med., of the parties before the court,a of the accuser, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (sc. τὴν δίκην ) he estimates the penalty at death (gen. pretii) for me, Pl.Ap. 36b;εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι Id.Grg. 486b
, cf. D. 25.74,83, etc.b of the person accused (cf. ἀντιτιμάω, ὑποτιμάω) , τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ estimate the penalty for myself at so high a rate, Pl.Ap. 37b, cf. 38b;ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι Id.Cri. 52c
;ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Lys.6.21
: [tense] pf. [voice] Pass.,θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Din.1.1
:—Arist.Rh. 1375a1 uses the [voice] Act. in this sense.c the acc. of δίκη or of the offence is added,πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Plu.Cic.8
, cf. Lys.13, D.L.2.42;θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ Plu.Phoc.34
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский