-
1 αντρον
τό пещера Hom., Hes., Pind., Trag., Plut. -
2 ἄντρον
-
3 εναυλιστηριος
-
4 επηρατος
2приятный, прекрасный, восхитительный, замечательный(δαίς, ἄντρον, εἵματα Hom.; κλέος Pind.)
; прелестный, очаровательный(εἶδος, ὄσσα Hes.; νεάνιδες Aesch.)
-
5 επηχεω
1) отвечать отголоском, давать отзвук(ἐπήχει ἄντρον Eur.; πέτραι ἐπηχοῦντες Plat.)
2) кричать в ответ(βοᾷ δ΄ ἱερεύς, ἅπας δ΄ ἐπήχησε στρατός Eur.)
-
6 ηλιβατος
дор. ἀλίβατος 21) высокий, крутой, обрывистый(πέτρη Hom., Hes., Pind., Xen., Plut.; ὄρος Aesch.; τόποι Polyb.; κρημνοί Luc.)
2) высоко вознесенный(θρόνοι, sc. Ζηνός Arph.)
3) высокоствольный(ἐλάται, δρύες HH.)
4) огромный, громадный(κῦμα Plut.)
5) густой, темный(σκιαί Plut.)
6) глубокий, бездонный(ἄντρον Hes.; κευθμών Eur.)
-
7 Ιδαιος
-
8 ιερος
1) великий, мощный, могучий(ἲς Τηλεμάχοιο, μένος Ἀλκινόοιο, φυλάκων τέλος Hom.)
2) огромный, диковинный, чудовищный(Ἀργείων στρατός, ἰχθύς Hom. - ср. 13; κῦμα Eur.; μέγαν τινὲς οἴονται τὸν ἱερόν Plut.)
3) полновесный, крупный(ἄλφιτον Hom.; Δημήτερος ἀκτή Hes.)
4) роскошный, пышный или священный(ἀλωή, ἐλαίη Hom.; μυρσίνη φόβη Eur.)
5) чудесный, дивный, великолепный(δίφρος Hom.)
6) ниспосланный богами, благодатный(ἦμαρ, κνέφας Hom.; φάος Hes.; ὄμβρος Soph., δρόσοι Eur.)
7) находящийся под покровительством богов, хранимый богами, угодный богам(Τροίης πτολίεθρον Hom.; βασιλεῖς Pind.)
8) посвященный богам, внушающий благоговение, священный(βωμός, δόμος, ποταμός Hom.; δαιμόνων ἀγάλματα Soph.; εἴδωλον Ἥρας Eur.)
9) священный, заповедный(ἄλσος Ἀθηναίης, ἄντρον Νυμφάων Hom.; πέδον Σαλαμῖνος Soph.; χώρα Arst.)
10) священный, неприкосновенный(ἱ. καὴ ἄσυλος δήμαρχος Plut. - лат. tribunus sacrosanctus)
παρθένοι ἱεραί Plut. = αἱ Ἑστιάδες11) священный, культовый(ἑκατόμβη Hom.; χρήματα Plat., Arst.; τριήρης Arst.; ἐσθής Dem.)
ἱ. νόμος περὴ τῆς ἱερομηνίας Dem. — закон о праздновании священного месяца12) устраиваемый в честь богов, религиозный(ἀγῶνες, ἄεθλα Pind.)
13) священный, святой, божественный(γένος, ἀθανάτων Hes. γράμματα Her., NT.)
ἱερὰ νόσος Her., Arst., Plut.; — священная, т.е. падучая болезнь, эпилепсия;ἱερὰ ξυμβουλή Xen. — священный совет, т.е. являющийся делом священного долга или даваемый по чистой совести;ἱερὰ ἄγκυρα Luc. — священный якорь, т.е. последняя надежда;ἱερὸν ὀστοῦν Plut. (лат. os sacrum) — крестцовая кость14) преданный божеству, благочестивый(ἄνθρωπος Arph.; ἱ. καὴ εὐσεβής Soph.). - см. тж. ἱερά и ἱερόν
-
9 Κωρυκιος
3корикскийΚωρύκιον ἄντρον Her. — Корикская пещера (на южн. склоне Парнасса;
славилась своим шафраном);Κωρύκιαι κορυφαί Eur. — вершины Парнасса;Κωρύκιαι νύμφαι Soph. — Парнасские нимфы -
10 Κωρυκις
-
11 πετρηρεφης
-
12 πολυωνυμος
-
13 υποστεγος
21) находящийся под крышей, крытый(ἄντρον Emped.; δεξαμεναί Plat.)
2) находящийся в домеεἰσδέξασθαί τινα (τι) ὑπόστεγον Soph. — принять кого(что)-л. в свой дом;
οὐδέν ἐσθ΄ ὑπόστεγον ; Soph. — (разве) в доме ничего нет?;βεβηκέναι δωμάτων ὑ. Soph. — проникнуть в дом -
14 μετωπιαίος
α, ο[ν] лобный;μετωπιαον οστούν (άντρον) — лобная кость (пазуха)
См. также в других словарях:
ἄντρον — cave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντρον — Κοίλωμα μέσα σε βράχο, σπήλαιο. (Ανατ.) Ονομάζονται έτσι ορισμένες κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος. Τα είδη των α. αυτών είναι: Ιγμόρειο ά.: κοιλότητα που βρίσκεται στην άνω γνάθο και είναι γνωστή επίσης και ως γναθιαίον ά. Μαστοειδές ά.:… … Dictionary of Greek
Δικταίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Δίας. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Δίκτης σε υψόμετρο 1.000 μ. και υπάγεται στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου. Το σπήλαιο χαρακτηρίζεται για την επιβλητική του είσοδο, τα… … Dictionary of Greek
Ιδαίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης στη βόρεια πλαγιά της Ίδης, στο οροπέδιο Νίδα. Εκεί κατά την παράδοση γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας. Τα πολυάριθμα αναθήματα που βρέθηκαν εκεί μαρτυρούν ότι η λατρεία στο σπήλαιο άρχισε από την προϊστορική εποχή και… … Dictionary of Greek
Νεκέρ ντε Σοσίρ, Αλμπερτίν Αντρόν — (AlbertineNecker de Saussure, Γενεύη 1766 – Μορνέ, Άνω Σαβοΐα 1841). Ελβετίδα συγγραφέας και παιδαγωγός. Κόρη ενός διάσημου φυσιοδίφη, παντρεύτηκε τον Ζακ Νεκέρ, ανιψιό του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και υπήρξε ξαδέλφη της Κυρίας ντε Σταελ.… … Dictionary of Greek
Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… … Dictionary of Greek
Σιμπλινί, Αντρόν Τομά Περντού ντε- — (Subligny). Γάλλος συγγραφέας (1636 1696). Ήταν δικηγόρος του γαλλικού Κοινοβουλίου και διακρίθηκε σαν ποιητής, μυθιστορηματογράφος και κριτικός. Από τα έργα του αξιολογότερα θεωρούνται: Το ποίημα Μούσα, η διάδοχος του θρόνου (1665 67), το… … Dictionary of Greek
τἄντρον — ἄντρον , ἄντρον cave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντρω — ἄντρον cave neut nom/voc/acc dual ἄντρον cave neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντρα — ἄντρον cave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντροιο — ἄντρον cave neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)