Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(δίφρος

См. также в других словарях:

  • δίφρος — chariot board masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… …   Dictionary of Greek

  • δίφρος — ο αρχαίο πολεμικό άρμα που μετέφερε τον ηνίοχο και τον πολεμιστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίφρω — δίφρος chariot board masc nom/voc/acc dual δίφρος chariot board masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφρε — δίφρος chariot board masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφροι — δίφρος chariot board masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφροιο — δίφρος chariot board masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφροις — δίφρος chariot board masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφροισι — δίφρος chariot board masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφροισιν — δίφρος chariot board masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφρον — δίφρος chariot board masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»