Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ἀνάθημα

См. также в других словарях:

  • ἀνάθημα — that which is set up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] …   Dictionary of Greek

  • ανάθημα — το, ατος αφιέρωμα: Πλήθος από χρυσά ή ασημένια αναθήματα ήταν κρεμασμένα στην εικόνα της Παναγίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάθημ' — ἀνάθημα , ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάθημαι , ἀναθέω run up perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθημάτων — ἀνάθημα that which is set up neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήμασι — ἀνάθημα that which is set up neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήμασιν — ἀνάθημα that which is set up neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήματα — ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήματι — ἀνάθημα that which is set up neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήματος — ἀνάθημα that which is set up neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»