Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἱπποδρομίᾳ

  • 1 ιπποδρομια

        ἥ состязание в беге на конях, конское ристание Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > ιπποδρομια

  • 2 ιπποδρομία

    η скачки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιπποδρομία

  • 3 κρατεω

         κρατέω
        (impf. iter. κρατέ(ε)σκον, дор. part. aor. κρατήσαις)
        1) быть мощным, обладать силой
        

    (μέγα κρατέων ἤνασσεν, sc. Ἀχιλλεύς Hom.)

        ὅταν μάλιστα κρατῇ ὅ ἥλιος Arst. — когда солнце сильнее всего печет;
        ἕως ἂν κρατῇ ἥ κίνησις Arst.пока продолжается движение

        2) править, управлять, тж. господствовать, властвовать
        

    (Ἦλις, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Hom.; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὴ πλέν ἀεὴ κρατεῖν; Aesch.)

        κ. Ἀργείων Hom. — царствовать над аргивянами;
        κ. ἀνδράσι καὴ θεοῖσι Hom. — властвовать над людьми и богами;
        ὅ κρατῶν Soph. — правитель, хозяин;
        ἥ κρατοῦσα Aesch. — госпожа, хозяйка

        3) иметь право
        4) овладевать, захватывать
        

    (τῆς ἀρχῆς Her.; πᾶσαν αἶαν Aesch.; τῆς θαλάττης Plat.)

        5) схватывать
        

    (τινα и τι χειρός τινος NT.)

        6) усваивать, переваривать
        7) держать в своей власти, владеть, занимать
        8) держать
        

    (χειρί τι Batr.; τινα Polyb.; τι ἐν τῇ δεξιᾷ NT.)

        9) удерживать, задерживать
        

    (τι NT.)

        10) управлять, владеть, сдерживать
        κ. ἑαυτοῦ Luc.владеть собой

        11) получать или иметь перевес, брать верх, одолевать, побеждать
        

    (ἱπποδρομίᾳ Pind.; τῇ μάχῃ Eur. и τέν μάχην Diod.; ἀγῶνα Dem.; τῶν ἐναντίων Arst.; τῶν πολεμίων Plut.)

        ὅ κρατῶν Xen. — победитель;
        ὅ κρατούμενος Arst. — побежденный;
        οἱ Ἀθηναῖοι πολλῷ ἐκράτησαν Her. — афиняне одержали решительную победу;
        ἐκράτεε τῇ γνώμῃ Her. — его мнение одержало верх;
        τῆς διαβολῆς κρατήσειν μετὰ τοῦ ἀληθοῦς Lys. — опровергнуть клевету истиной;
        κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου Her. или ὕπνῳ Aesch. — быть побежденным, сном;
        κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. — предаваться наслаждениям;
        δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι NT. — полагая, что их желание исполнилось

        12) добиться, настоять
        13) входить в силу, крепнуть, укореняться
        

    (νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν, sc. ἐν τῇ Ἱμέρᾳ Thuc.)

        κρατεῖ φήμη Polyb.распространяется слух

        14) быть правым
        

    μέ πειθόμενος κρατεῖ Plat. — кто не поверит (неумелому оратору), будет прав

        15) твердо держаться (чего-л.), следовать (чему-л.), соблюдать
        16) impers. быть лучшим

    Древнегреческо-русский словарь > κρατεω

См. также в других словарях:

  • ἱπποδρομία — ἱπποδρομίᾱ , ἱπποδρομία horse race fem nom/voc/acc dual ἱπποδρομίᾱ , ἱπποδρομία horse race fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποδρομία — η (ΑΜ ἱπποδρομία) [ιππόδρομος] ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.) αρχ. ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῡσι Τροίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἱπποδρομίᾳ — ἱπποδρομίαι , ἱπποδρομία horse race fem nom/voc pl ἱπποδρομίᾱͅ , ἱπποδρομία horse race fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποδρομία — η αγώνισμα ταχύτητας με άλογα και καβαλάρηδες: Αγώνες ιπποδρομιών. – Οι ιπποδρομίες καθιερώθηκαν πρώτα στην Αγγλία το 18ο αι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱπποδρόμια — ἱπποδρόμιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίας — ἱπποδρομίᾱς , ἱπποδρομία horse race fem acc pl ἱπποδρομίᾱς , ἱπποδρομία horse race fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίαι — ἱπποδρομία horse race fem nom/voc pl ἱπποδρομίᾱͅ , ἱπποδρομία horse race fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίαν — ἱπποδρομίᾱν , ἱπποδρομία horse race fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομιῶν — ἱπποδρομία horse race fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρομίαις — ἱπποδρομία horse race fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»