Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἀλεκτρυόνος

См. также в других словарях:

  • Ἀλεκτρυόνος — Ἀλεκτρυών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτρυόνος — ἀλεκτρυών cock masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώκαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παλαιόν, καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Κώκαλος, Κῶκος, Κωκᾶς, Κωκώ] …   Dictionary of Greek

  • χαλκιδικός — ή, ό / χαλκιδικός, ή, όν, ΝΜΑ [Χαλκίς, ίδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χαλκίδα ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα («τὸ χαλκιδικὸν γένος», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το χαλκιδικόν (στην αρχ. αρχιτ.) είδος στενού προστώου πριν από την …   Dictionary of Greek

  • Λούπερκος — (3ος αι. μ.Χ.). Φιλόλογος από τη Βηρυτό. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω στο 270 μ.Χ. Οι σύγχρονοί του τον αναφέρουν με σεβασμό, μολονότι πολλοί αγνοούσαν τα έργα του. Έγραψε Περί του (φορίου) αν εις τρία βιβλία, Περί της καρίδος, Περί του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»