-
1 Ηγία
Ἡγίᾱ, Ἡγίηςmasc nom /voc /acc dualἩγίᾱ, Ἡγίηςmasc voc sg (attic)Ἡγίᾱ, Ἡγίηςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἡγίᾱͅ, Ἡγίηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ἡγία
Βλ. λ. Ηγία -
3 Ἡγίᾳ
Βλ. λ. Ηγία -
4 ποδ-ηγία
-
5 στρατ-ηγία
στρατ-ηγία, ἡ, ion. στρατηγίη, Amt od. Würde eines Feldherrn, Feldherrnstelle; Eur. Andr. 679. 705; ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας, I. T. 17; Ar. Plut. 192; Her. 6, 94; Thuc., Plat. u. Folgde, wie Pol. 10, 25, 9; auch Art, Feldherr zu sein, Xen. An. 2, 2, 13; Feldherrnklugheit, Sp.
-
6 σῑτ-ηγία
-
7 φιλο-κυν-ηγία
φιλο-κυν-ηγία, ἡ, Jagdliebe, Stob. ecl. 2 p. 120.
-
8 φορτ-ηγία
φορτ-ηγία, ἡ, 1) das Lasttragen. – 2) der Handel auf Lastschiffen, Arist. pol. 1, 11.
-
9 χορ-ηγία
χορ-ηγία, ἡ, das Amt, die Würde des χορηγός, die Ausrüstung, Aufführung eines Chors. Bes. das Hergeben der Kosten zur Ausrüstung, Aufführung eines Chors, welches unter den Staatsleistungen der athenischen Bürger, λειτουργίαι, die bedeutendste war, s. Böckh's Ath. Staatshaush. I p. 484. 487; vgl. Dem. Lpt. 19 Thuc. 6, 16. – Uebh. der Kostenaufwand wozu, die Ausstattung mit Geld u. andern Mitteln; Arist. poet. 14 u. öfter; καὶ κατασκευή Plut. Lyc. 13; ἡ περὶ τοὺς στρατιώτας χορηγία Hdn. 7, 3, 6. Bes. der plur., αἱ χορηγίαι, die Zufuhr und der Vorrath von Lebensmitteln im Kriege, Pol. oft, auch übh. Einkünfte, πλείστας χορηγίας ἑτοιμάζειν τῇ πόλει 1, 72, 3.
-
10 κυν-ηγία
-
11 κατα-στρατ-ηγία
κατα-στρατ-ηγία, ἡ, Ueberlistung, durch eine Kriegslist, Ios. u. a. Sp.
-
12 καθ-οδ-ηγία
καθ-οδ-ηγία, ἡ, das Wegweisen, die Führung, Strab. II, 99.
-
13 οἰν-ηγία
οἰν-ηγία, ἡ, das Fahren, Einführen des Weins, Clem. Al.
-
14 ὀχετ-ηγία
ὀχετ-ηγία, ἡ, Leitung in Gräben, Kanälen (?).
-
15 ἀ-χορ-ηγία
ἀ-χορ-ηγία, ἡ, = ἀχορηγησία, Pol. 5, 28, 4.
-
16 ὁδ-ηγία
ὁδ-ηγία, ἡ, das Wegweisen, Anleiten, der Unterricht, Sp.
-
17 ἐπι-χορ-ηγία
ἐπι-χορ-ηγία, ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
-
18 Ηγίας
-
19 Ἡγίας
-
20 βοήγια
См. также в других словарях:
Ἡγία — Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc nom/voc/acc dual Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc voc sg (attic) Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγίᾳ — Ἡγίᾱͅ , Ἡγίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγίας — Ἡγίᾱς , Ἡγίης masc acc pl Ἡγίᾱς , Ἡγίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγίαν — Ἡγίᾱν , Ἡγίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλιθηγία — ἡ, Α βοήθεια στη μεταφορά λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω), πρβλ. στρατ ηγία] … Dictionary of Greek
παλινλιθηγία — παλινλιθηγία, ἡ (Α) επαναφορά λίθων για απόρριψη σε λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω)] … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… … Dictionary of Greek