-
1 κώκαλον
Grammatical information: adj.Meaning: παλαιὸν καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κώκαλον
См. также в других словарях:
κώκαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παλαιόν, καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Κώκαλος, Κῶκος, Κωκᾶς, Κωκώ] … Dictionary of Greek