-
1 αηδόνα
-
2 ἀηδόνα
-
3 αηδόνα
η самка соловья, соловьиха -
4 κατα-λείπω
κατα-λείπω, poet, oft καλλείπω (s. λείπω), zurücklassen; – a) verlassen, im Stich lassen; οὕνεκ' Ἀχαιοὺς κάλλιπες (poet. für κατέλιπες), αὐτὰρ Τρωσὶν ἀμύνεις Il. 21, 414; Ggstz von μένω, 22, 383; πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσι, wir werden sie auf dem Schlachtfelde zurücklassen, viele Menschen verlieren, 12, 226; ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κῦρμα γενέσϑαι Od. 3, 271; öfter in tmesi; ὦ πατρίς, καταλειπομέναν σε δακρύω Eur. Troad. 596; μή με καταλίπῃς μόνον Soph. Phil. 798. – b) hinterlassen, zurücklassen, bes. von Abreisenden u. Sterbenden, κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Il. 24, 726, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Od. 17, 314; τὴν δ' ἀηδόνα κατάλειφ' ἡμῖν Ar. Av. 660; εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον, übriggeblieben, Plut. 680; οὔκουν ἂν μῦϑον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλίποιμι Plat. Legg. VI, 752 a; ὡς ἕνα μὴ καταλείπεσϑαι ἐνϑάδε, ἡμεῖς δὲ πλέοιμεν ἄν Xen. An. 5, 6, 12; ἀποκτιννύασι τοὺς ἄλλους πάντας· ἄλλου δὲ λόχου ὀκτὼ μόνους κατέλιπον, sie ließen nur acht Mann übrig, 6, 1, 5; καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, hinter dem übrigen Heere zurückbleiben, Her. 9, 96; Xen. oft; bes. von Erbschaften, τὰ καταλειφϑέντα, die Hinterlassenschaft, Is. 1, 45 u. öfter; παισὶ δὲ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλεί πειν Plat. Legg. V, 729 b; ἕνα κληρονόμον 740 b; Sp., die auch den aor. I. haben, καταλείψαντες τὴν κτῆσιν Schol. Ar. Nubb. 1001. – Sein lassen, unangetastet lassen, Xen. Hem. 3, 2, 4; Arist. pol. 6, 7; τὸν λόγον, die Rede lassen, aufhören, Isocr. 9, 33. – Med., für sich zurücklassen, οὐ γάρ κώ τοί ἐστι υἱὸς οἷόν σε ἐκεῖνος κατελίπετο Her. 3, 34; Plat. Legg. IV, 721 e Conv. 209 d; στενὴν ἔξοδον, übriglassen, Tim. 73 e; τὰ μέγιστα τοὺς ϑεοὺς ἑαυτοῖς καταλείπεσϑαι Xen. Hem. 1, 1, 8, sich aufbewahren, vorbehalten; aber καταλείψομαι ist pass. An. 5, 6, 12. – Aor. II. pass., καταλιπείς Schol. Ar. Pax 1127. – Bei Ael. V. H. 12, 21 = ἐάω, geschehen lassen, c. inf.
-
5 τιλλω
(aor. pass. ἐτίλθην)1) щипать, вырывать(τρίχας Arst.; στάχυας NT.)
τ. κόμην и τίλλεσθαι χαίτας Hom. — рвать на себе волосы;τῖλαι τὸν στέφανον Theocr. — разорвать венок на части2) ( о хищных птицах) щипать, терзать(πέλειαν Hom.; αἰγυπιόν Her.)
ὑπό τινος τίλλεσθαι Arph. — быть жертвою чьих-л. преследований3) ощипывать(ἀηδόνα Plut.; λαγών Arph.)
τ. ἑαυτόν Arph. — щипать себя (за волосы), шутл. предаваться своим мыслям;4) ощипывать, обрывать(τὸ τᾶς χλαίνας κράσπεδον Theocr.; πλάτανον Plut.)
5) med. рвать на себе волосы, т.е. исступленно оплакивать(τινα Hom.)
-
6 соловей
зоол. η αηδών/αηδόνα, разг. το αηδόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соловей
-
7 αηδόν'
ἀηδόνα, ἀηδώνsongstress: fem acc sgἀηδόνι, ἀηδώνsongstress: fem dat sgἀηδόνε, ἀηδώνsongstress: fem nom /voc /acc dual -
8 ἀηδόν'
ἀηδόνα, ἀηδώνsongstress: fem acc sgἀηδόνι, ἀηδώνsongstress: fem dat sgἀηδόνε, ἀηδώνsongstress: fem nom /voc /acc dual -
9 соловьихи
-и θ.η αηδόνα. -
10 ἀηδών
A songstress, i.e. the nightingale, Hes.Op. 203, etc.; Πανδαρέου κούρη, χλωρηὶς ἀ., i.e. living in the greenwood, Od.19.518;χλωραύχην ἀ. Simon.73
:—metaph., of a poet, B.3.98, cf. E.Fr. 588 (lyr.), AP7.44 ([place name] Ion), Hermesian.7.49; also of the poet's song, τεαὶ ἀηδόνες thy strains, Call.Epigr.2.5;ζωούσας ἔλιπες γὰρ ἀηδόνας IG14.2012
.2 metaph., cicada, AP7.190 ([place name] Anyte).2 metaph., of shuttle, AP6.174 (Antip. Sid.).—Masc., only Ion l.c.;Ἀττικὸς ἀνὴρ τὸν αἴγα λέγει ὥσπερ καὶ τὸν ἀηδόνα Eust.376.24
. -
11 ἀνεγείρω
A wake up, rouse,ἐξ ὕπνου Il.10.138
;ἐκλεχέων Od.4.730
;τὴν ἀηδόνα Ar.Av. 208
:—[voice] Pass., E.HF 1055;ἀνηγέρθη X.An.3.1.12
, AP11.257 (Lucill.): poet. [tense] aor. [voice] Med.ἀνεγρόμην A.R.1.522
;ἀναέγρετο Maiist.31
.II metaph., wake up, raise,κῶμον Pi.I.8(7).2
; :—[voice] Pass.,ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23
.2 metaph. also, rouse, encourage,ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172
; stir, rouse the spirit of,θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6
:—[voice] Med., take heart, Ph.2.120.III of buildings, raise,δόμον AP9.693a
, cf. Lib.Or.11.56;ἀπὸ θεμελίων OGI422
([place name] Judaea).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεγείρω
-
12 ὕψι
ὕψῐ, Adv.A on high, aloft,ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140
; ὕ. βιβάς ib. 371;Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155
, cf. Od.16.264;ἴρηξ.. ἀηδόνα.. ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op. 204
; ἐμάχοντο.. ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387;ὕ... ἀέλλη σκίδνατο 16.374
;ὕ... ὁρμίσσομεν
out at sea,14.77
. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.) -
13 ἀηδών
ἀηδών, - όνοςGrammatical information: f. (m.)Meaning: `nightingale' (Od.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably] [6]Etymology: From *ἀϜηδών (cf. ἀβηδόνα ἀηδόνα H.). - Connection with ἀείδω and αὑδή is only possible as * h₂u-eh₁-d- beside * h₂u-ei-d-, * h₂u-ed-, but a lengthened grade is improbable. The word could well be Pre-Greek; cf. bird and animals names like χελι-δών, τενθρ-ηδών. Note the form in -ώ.Page in Frisk: 1,26Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀηδών
См. также в других словарях:
αηδόνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 175 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * η [αηδόνι] 1. το θηλυκό αηδόνι 2. καλλίφωνη γυναίκα … Dictionary of Greek
ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέγει?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. — λέγει ?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀηδόν' — ἀηδόνα , ἀηδών songstress fem acc sg ἀηδόνι , ἀηδών songstress fem dat sg ἀηδόνε , ἀηδών songstress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
спать соловьиным сном — (иноск.) будко Ср. Один дядя Онуфрий спит будким соловьиным сном. Мельников. В лесах. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οϋδ οσον αηδόνες υπνουσιν. Ср. Ουδ οσον αηδόνες υπνώουσεν (υπνώσουσιν). Sophokl? Ср. Suid. 1, 127). Ср. Macar. 6, 69,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Спать соловьиным сном — Спать соловьинымъ сномъ (иноск.) будко. Ср. Одинъ дядя Онуфрій спитъ будкимъ соловьинымъ сномъ. Мельниковъ. Въ лѣсахъ. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνοῦσιν. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσεν (ὑπνώσουσιν). Sophokl?… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αηδονοπούλα — η 1. θηλυκό αηδόνι, αηδόνα 2. θηλυκός νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + υποκοριστική κατάλ. πούλα] … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αηδώ — ἀηδὼ ( οῦς), η (Α) αηδών, αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek
μινυρίστρια — μινυρίστρια, ἡ (Α) [μινυρίζω] (για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά … Dictionary of Greek
μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… … Dictionary of Greek